που με βία σπάει τη διαφθορά,
μας γνωρίζω από το όραμα για ελευθερία.
Εσείς εκεί κάτω με τα μεγάλα προδομένα μάτια,
χωρίς εκείνη τη φωτιά που ανάβει
η πρώτη σπίθα της ανατολής,
με τα μεγάλα βήματα
που πατήσανε πάνω
σε δικά μου προδομένα
χνάρια,
θέλω να δω πώς
θα αποσυνθέσετε την ταυτότητα μου,
θα αποκοιμίσετε την ενόχλησή μου,
θα τρίξετε τα δόντια στην τέχνη μου,
πώς θα κλείσετε τα αυτιά μου στα ριζίτικα τραγούδια,
πώς θα μου κλέψετε το φιλότιμο και τη ζεστασιά.
Θέλω να δω πώς
θα ανοίξω διάπλατα τα μάτια μου στην ιστορία,
θα ανασυνθέσω την ιδεολογία μου,
θα αγαπήσω τη χώρα μου ξανά,
πώς θα υπερβώ το άδικο
που χρόνια πάνω μου
έχει κολλήσει.
Δεν θέλω να δω πως
θα με κάνετε να μισήσω την πόλη μου,
θα με διώξετε από δω,
πώς θα με βάλετε άσπρο φονιά
στα μαύρα, κίτρινα
καφέ παιδιά.
Θέλω να σας δω γυμνούς να αναριγάτε
ένας ένας εμπρός μου,
κι ο ιδρώτας όλου του κόσμου
να σας ζεστάνει,
για τελευταία φορά,
μέχρι να κοκαλώσετε απ’το κρύο
που μας πεθαίνει.
Θέλω να σας δω γονατιστούς
μπροστά στην ιερή ελιά,
να σκάβετε με τα νύχια σας
έως τη σάπια ρίζα—
να εκκαθαρίσετε την εκκλησία,
να γεμίσετε τα άδεια ταμεία,
να ελευθερώσετε την παιδεία,
να φέρετε πίσω τον πολιτισμό.
Να φέρετε πίσω την Ακρόπολη.
Να μπαίνω με το φως του φεγγαριού,
να ζωγραφίζω με τα καθημερινά μου δάχτυλα
τις γκρίζες πολιτείες, της ανελέητης οξύτητας
το σκουριασμένο ήλιο, τη θάλασσα, τη θάλασσα,
το δάσος με ελάχιστα μωβ και μαύρα δέντρα,
το θεό βαθιά καρφωμένο στο μπλε ουρανό,
τη βροχή που βιάζει τα μάτια, δυναμώνοντας
το βλέμμα μου προς την Αθήνα.
Μην με κρίνετε άλλο ως αμελητέα ποσότητα—
θα σηκώσω το βλέφαρο,
θα θυμηθώ
πως δεν κοιμόμουν—
μια μεγάλη σιωπή,
ένας τεράστιος συνειρμός,
ένα κύμα που με σπρώχνει,
ένα ρεύμα ηλεκτρικό χωρίς το σήμα
του κινδύνου.
Μέρα ή νύχτα, ένα κρυμμένο δρεπάνι
πάνω απ’τα κεφάλια σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου