την ώρα που κοιμότανε δίπλα από το πηγάδι.
Κι όπως ήταν θεόρατη και φορτωμένη χρόνια
οι ρίζες δεν την κράτησαν σαν έγειραν τα κλώνια.
Κι η δύστυχη γκρεμίστηκε στ' ανέμου τα γινάτια
και το πρωί την κλαίγανε παιδίσια αθώα μάτια.
Τι όνειρο να έβλεπε η δόλια αυτό το βράδυ;
πως παίζανε στον ίσκιο της τριγύρω απ' το πηγάδι;
Όλα της ρούγας τα παιδιά, εγγόνια, δισεγγόνια
και τους παππούδες πού 'σερναν τις θημωνιές στ' αλώνια;
Ή μήπως τους αμπελουργούς που τρύγαγαν τ' αμπέλια
κι ερχόντανε οι κοπελιές με χωρατά και γέλια;
Με της αυγής το πρώτο φως, το ύστερο αστέρι
κι άλλες κρατούσανε ασκιά κι άλλες σταμνιά στο χέρι.
Και ζώνανε το πέτρινο πλατύγυρο πηγάδι
τραβάγαν και γιομάγανε για νά 'χουν ως το βράδυ.
Ή θά 'βλεπε της γειτονιάς κάθε κρυφό καμάρι
πως παίζαν και τραγούδαγαν στου Άη-Λια τη χάρη;
Ούτι ο Προκόπης και βιολί ο Φώνης κι ο Σιδέρης
λαγούτο και τραγούδαγε τρανά ο Παπασιδέρης.
Αν ήταν τούτο τ' όνειρο που έβλεπε η καημένη
θα έφυγε χορεύοντας και τρισευτυχισμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου