Στη μνήμη του Αλέξη
Είστε οι καινούριοι άνθρωποι.
Είστε η άδεια παλάμη που σκίζεται
σε μια φθίνουσα διαίρεση.
Είστε χιλιάδες μισοφέγγαρα
που δεν τείνουν στην πανσέληνο.
Είστε εσείς που θα με κάνετε αθάνατο.
Αλλά δεν σας θέλω,
και με πονάει και με καρφώνει
όταν με καλείτε να συμβολίσω
τον άρρωστο ήλιο που έκαψε την πόλη,
όμως εγώ έχω παγώσει.
Όταν λάφυρα της θλίψης
γίνονται το αστροπελέκι της οργής
από ζωή συνθετική,
όταν μόρια επιθανάτιας σύγχυσης
σχηματίζουν μάζες
από δάκρυα κρύα,
που δεν κυλάνε απ΄τα αυλάκια της ψυχής μου
που δεν λένε να γιάνουν τη στιγμή
που δεν μπορούν να φωνάξουν δυνατά,
όπως φώναξα τότε εγώ—
δεκαπέντε χρονών κραυγή
μέσα στο στήθος σας.
Μέχρι να κλείσω
το μαύρο στόμα της μοίρας
που φτύνει επιτάφιους
μέσα στο μνήμα μου,
και να στέψω με δάφνες
τη σκιά του ιδεαλιστή,
δικός μου ο κορμός
δικό μου το ρετσίνι.
Το αίμα όλης της φύσης,
δικό μου αίμα.
Η κάμπια και τα χρώματα
που θα την ανθίσουν.
Η πεταλούδα και τα φτερά
που θα την πάνε να ξεβάψει.
Ο τρελός που τα βουνά τον κλαίνε,
γιατί στην αλήθεια κάθεται σεμνά,
ενώ όλοι ποδοπατάνε.
Δικά μου κι αυτά.
Δεν έχω δρόμο να ακολουθήσω
πίσω, εμπρός ή δίπλα.
Έχω εμένα και τίποτα άλλο
για να φτάσω.
Τα φρένα των ονείρων μανιάζουν,
αντίλαλοι μέσα στο άπειρο.
Σύννεφα σκόνης των παιδιών
που καταστρέφουν στην αυλή
αυτό που τους μαθαίνουν
ότι φέρνει την καταστροφή.
Έρωτα δεν σας έκανα ποτέ μου,
αλλά σας αφήνω τη μεγαλύτερη καρδιά,
και μια εξεγερμένη πέτρα για να σηκώσετε
το νέο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου