σκληρή, μπαμπέσα, άπονη, φόνισσα του παιδιού μου.
Θάλασσα μαύρη θάλασσα, κακιά λεβεντοπνίχτρα
μ' άφησες χήρα με ορφανά τη μαύρη κείνη νύχτα.
Θάλασσα άπιστη γιατί; τί σού 'χω καμωμένα
κι έσταξες δηλητήριο τόσο πολύ σε μένα;
Ο άνθρωπος με τόσο νου τα πράγματα συγχέει
κατηγορεί τη θάλασσα χωρίς αυτή να φταίει.
Ο άνεμος την τυραννά, τη σπρώχνει και τη δέρνει
κι αυτή αγκαλιάζει ό,τι βρει να κρατηθεί η καημένη.
Κι ο πεισματάρης άνεμος σκάφτει ως τα βάθεια
και την πετάει στη στεριά και τη χτυπάει στα βράχια,
κι η θάλασσα αδύναμη αφρίζει και βογκάει
για να σωθεί ζητάει να βρει απάνεμα να πάει.
Κι όταν ξεσπάει ο άνεμος ούτε που καν σαλεύει
στη ράχη της η χάρτινη βαρκούλα ταξιδεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου