να τυλίγεις το μαύρο φουλάρι σου,
βιαστικά. Τα μαλλιά κυλάνε
μες στο πρόσωπο αδιάκριτα,
τα μάτια γυαλίζουν στο υπερπέραν,
χύνουν μικροσκοπικά γαρύφαλλα
επανάστασης, στεφάνια των νεκρών.
Μπαίνεις στην πομπή εκστομίζοντας
βραδινά παραμύθια ενηλίκων
για τη νεράιδα που σβήνει στο σκότος,
το απόμακρο σκότος της αυγής.
Μεταμορφώνεσαι σε γνώση
που δεν ήξερες πως έχεις
κι ανάμεσα στον οδυρμό του πλήθους—
ξεδιπλώνεις τα απέραντα χέρια σου
επάνω μου, άγνωστη,
ατρόμητη ενάντια στον κοφτερό
σκόπελο της συνύπαρξης.
Μου θυμίζεις τη θάλασσα,
μια μεγεθυμένη ουτοπία του οικείου
γαλανού που απλώνεται βαθύ
και παγωμένο μέσα μου.
Κρατάς στα χέρια σου
μικρά ασημί στιλέτα,
σκίζοντας τη στιγμή αυτή
σε τέλεια κομμάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου