στα καπνισμένα καλυβάκια των φτωχών,
τιμώντας τη ζωή τη ζυγιασμένη.
Παίρνει των οματιών της και φεύγει,
απ’ τα παλάτια, που `χτιζαν χρυσά,
άνομα βρώμικα χέρια.
Και φτάνει σε θύρες αγνές, ταπεινές,
μισώντας την χάρτινη δύναμη,
του φουσκωμένου πλούτου.
Κι όλα τα κατευθύνει,
προς το μοιραίο τέλος,
η δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου