Πρέβεζα (Κώστας Καρυωτάκης)
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
=================
Ο θάνατος μεγαλώνει (Γιάννης Βαρβέρης)
Που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας.
Γ. Θ. Βαφόπουλος
σπόνδυλους του θανάτου που μεγαλώνει μέσα στους νεκρούς.
Δρέψτε κάθε καρπό:
Το αίμα της καρδιάς του αγαπημένου φίλου
τους ασίγαστους έρωτες
μ' ένα σουγιά ξεφλουδίστε
τα σπίτια σας και τα παιδιά σας.
Αφού πεθαίνουμε από θάνατο φυσικό
η μέτρηση των ημερών μας
ανήκει στους νεκρούς
με τ' ανύποπτα συναισθήματα.
Είναι στο χέρι των νεκρών
κάθε απόφαση
κάθε προμελέτη
πηγάζει από το μίσος τους
κι ενσωματώνεται στην ανάμνηση
της κάθε μέρας.
κι ας μην ωρίμασε ακόμη σε θάνατο
γιατί στάθηκε πάντα αμφίβολη
η νεκροψία της ποίησης.
===============================
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!
=======================================
Δεν πατήσαν έκτοτε το κατώφλι μας
Τρώει λουλούδια μαύρα ο κήπος τους
Τρίζει στα χιόνια μια χαμένη γαλότσα
Στο πανδοχείο το τσάι σερβίρεται δωρεάν
Εις μνήμην των περαστικών -όσων
Των τραμβαγέρηδων έτσι απλά που έζησαν
Δεν εισακούστηκαν τα πένθιμα νταν νταν τους
Σκαλομαρία ο άγγελος ο κτίστης ο μύστης
Σκαλομαρία το κόκκινο ζεστό κασκόλ σου
Ο τροχός μεριμνά όπως το μάτι τού μεθυσμένου
Μεθίσταται ο χρόνος στο γρανάζι και ούτε γεια
Ποιος είδε την τραγιάσκα τού Μαγιακόφσκι
Να κόβει την κίνηση στα τελωνεία
Ας έρθουν μιλούνια οι αχθοφόροι -εν δυο ένα όνειρο
Μισό για τον καθένα κανένα για σένα- εν δυο
Στρίψαν αριστερά οι παίδες Ελλήνων
Εντούτοις πεθάναν στο δρόμο τού Υψίστου
Τι λέω εντούτοις Εν τούτω νίκα γράφει εδώ
Βίοι αγίων μάς βγάζουν τη γλώσσα
Εισάκουσόν με κύριε της διπλανής πόρτας
Με τη διαπασών έπαρσή σου
Εισάκουσόν με όταν έρθεις εν τη ευσπλαχνία σου
Όμως μια μέρα κ' οι
νεκροί
πεθαίνουν
βυθίζονται διαρκώς μέσα στην πάχνη
χαμηλώνει το φως στα πρόσωπά τους
η φωνή τους ακούγεται σβησμένη
σαν μέσ' από κρυστάλλινους θαλάμους
Φυσάει βοριάς τρελός κι αναστενάζουν
τα ζωντανά και πεθαμένα ξύλα
σαλεύουν χέρια πέρ' απ' τους τάφους
γίνεται το σκοτάδι μαύρος λάκκος
Κι αυτοί μαντεύουν πια πως ήρθε η ώρα
κι αυτοί βουλιάζουν πια
στη λησμονιά τους
Βέβαια στο τέλος
κ' οι νεκροί
σωπαίνουν
κυλούν αργά στο σκοτεινό βυθό τους
γίνονται πέτρες άσπρες πέτρες μαύρες
Μες στη σιωπή τους πνίγονται οι νεκροί μας
Επιστροφή ενός εξόριστου (Πατρίκιος Τίτος)
Σ ένα χαράκωμα ζήσαμε χρόνια
στριμωγμένοι, άγρυπνοι, πάντα έτοιμοι
γιατί από παντού ερχόταν ο εχθρός.
Και κάθε μέρα πληθαίναν οι νεκροί.
Αλλοι σκοτώνονταν από τις σφαίρες,
άλλοι πεθαίναν απ' αρρώστειες,
άλλοι χάνονταν σε μυστικές αποστολές
δεν ξανακούγονταν ποτέ.
Κι όμως είχαμε συνηθίσει.
Στενός ο χώρος, πολύς ο θάνατος, μεγάλη η πίστη
οι κινήσεις σχεδόν καθορισμένες
οι συνομιλίες χαμηλόφωνες μα προσιτές
ισοπεδωμένες ανάγκες κι απολαύσεις -
Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;
Σ αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.
Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί.
Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν
ενότητα κι αγώνα
για νά `βρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί.
και που χτυπάει κανονικά μέσα η καρδιά τους,
παν στη δουλειά, χτυπάνε κάρτα στις επτά,
στο μισθολόγιο υπάρχει τ’ όνομά τους
Αλλά έχουν φύγει μυστικά και σιωπηλά
κι έχουν χωρίσει από τον κόσμο τα δικά τους,
γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν, τελικά,
τη μέρα που πεθαίνουνε τα όνειρά τους
Ξέρω νεκρούς που μες στους δρόμους περπατούν,
κοιτούν βιτρίνες, παζαρεύουν και ψωνίζουν
κάνουνε Πάσχα και τα έθιμα κρατούν,
πληρώνουν φόρους και στις εκλογές ψηφίζουν
Αλλά έχουν φύγει μυστικά και σιωπηλά
κι έχουν χωρίσει από τον κόσμο τα δικά τους,
γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν, τελικά,
τη μέρα που πεθαίνουνε τα όνειρά τους
ενώ εσύ κοιμάσαι στη δικιά σου πολιτεία.
Ακούω κάθε νύχτα την ελπίδα να `ρχεται
μα ποτέ μου δεν την είδα.
Ελπίζω σε μια θέση στον δικό σου νέο κόσμο.
Δεν αντέχω άλλο, πάρε με απ’ εδώ.
Ελπίζω σε μια θέση στον δικό σου νέο κόσμο
γι’ αυτό...
Σκάβω τον τάφο μου εδώ και καιρό
και χαράζω τ’ όνομα μου στο ξύλινο σταυρό.
Σκάβω τον τάφο μου εδώ και καιρό
δίπλα στον τάφο των νεκρών ονείρων.
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
— Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
— Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
— Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
— Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
— Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
— Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
— Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
— Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
— Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί—Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
— Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
— Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
— Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
— Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
— Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
— Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Στο νεκρό ποιητή της αφάνειας (Δημήτρης Κρανιώτης)
============================
στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν
ἔγραψε σὲ μένα...»
Ἔμιλι Ντίκινσον
Μαρίκα Πολυδούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου