και ημέρεψαν οι κρυφές φωνές και χτύποι
σε κείνα τα πρώιμα και ασχημάτιστα χρόνια,
στα μάτια σου έλαμψε η δικαιοσύνη
της ώριμης βιασύνης κι αθόρυβης σεμνότητας.
Στη διάφανη σιωπή σου και το ζωγραφισμένο γέλιο,
φέγγισε της ψυχής μας το λευτέρωμα
κι η ξαστεριά στο σκλάβωμα της αγάπης.
Λιόγιομη της χαράς αυγή τ’ αντάμωμά μας
κι ο χωρισμός, νύχτα των λογισμών και αγωνίας.
Είχε ο κόσμος λάμπρισμα στις άγνωστες τις στράτες,
παιδί καθώς έτρεχα σε μύθους και ιστορίες,
τον πόθο τον πρωτόγνωρο θησαύρισμα να κρατήσω
κι μ’ ένα τρισάγιο φωναχτό και απλωμένα χέρια
να γείρεις κόρη των θεών και νύμφη των ανθρώπων,
γλυκό μαντάτο ν’ ακουστείς, μούσα να σε θαρρέψω
για να ‘ναι η ζωή ξεφύλλισμα στου έρωτα τη βίβλο.
Αισθήματα πρωτόλεια, αγνά και άδολες οι σκέψεις
χωρίς αναρωτήματα, προτάγματα και δοκιμασίες.
Οι μέρες ήταν βέβαιες, κοινές και λύτρωσης υμνωδία
στο συνεπαρμό της ομορφιάς,στο μάγεμα της σαγήνης.
Πλατύ κατώφλι η χαρά, η ευτυχία μοιρασιά και στέγη,
θέλγητρο η βάσανος της προσμονής και κάλλος η αγωνία.
Οι μνήμες, διάπλατα ανοιχτό παράθυρο του χρόνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου