Αποσπερίς
οι θύμησες σε έχουνε στοιχειώσει.
Ν’ αποδημήσουν υστερούν, αλίμονο, οι σκέψεις.
Τώρα αναπάντητα γιατί θρασομανούν, φωλεύουν,
συνθλίβοντάς σου το παρόν, αιματηρά βοώντας.
Μ’ ένα αχνοκέρι σύντροφο, εσύ παραμονεύεις
συναλλαγές σου με το χθες μέσα από τις γρίλιες.
Χαράς ρανίδες σημερνές θες να τις προστατέψεις
και σε κραυγές απ’ τα παλιά διαλέγεις να κωφεύεις.
Ασίγαστη η ανάγκη σου να ρίξεις μαύρη πέτρα
σε ό,τι αφειδώλευτα το μέλλον σου ραπίζει.
Σαν χελιδόνι, ριζικό και τόπο έχεις αλλάξει
και το αγέρι σού φωτίζει τώρα τον απόπλου.
Στερνό αντίο νοερά γνέφεις στα περασμένα∙
όποιοι κι αν ανενδοίαστα συνθλίψαν τα φτερά σου,
άνθος ψυχής αμάραντο να παύσουν, αστοχήσαν.
Ρότα ούριο άνεμο, ταγό έχεις ορίσει,
κι ακόμα κι αν στη θλίψη σου για λίγο ολισθήσεις,
τις προσδοκίες οδηγό βάπτισε, ν’ανταμώσεις
νια μονοπάτια, λιόχαρα, μ’ ασίγαστη ελπίδα.
Το μανουάλι των παθών αυτών που 'χεις βιώσει,
να σιγοβράζει άσε το, κάλπικη είναι η φλόγα.
Να σε αγγίξει ασθενεί και κόχλασμα στερνό του
να πραγματώσεις, μπορετό, σαν το αποφασίσεις.
Βήματα δυο κάνε μπροστά, πίσω μονάχα ένα.
Μόλις το τάγκο ενστερνιστείς, ποτέ μη λησμονήσεις,
το βλέμμα να 'χεις άκαμπτο, στο αύριο να οδεύεις.
Κι όταν αδιάβαστος βρεθείς στης νόησης πλοκάμια,
απαίτησέ το ουραγό ονείρων να σε χρίσει.
Ως καβαλιέρος άξιος εκμαίευσέ της πίστη,
ρυθμός νεόφυτος, ζωή πως ήρθε να αξιώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου