Άστεγος ξαπλωμένος σε μια κόχη,
που της ζωής τον πρόδωσε η ρουλέτα,
στο δρόμο, σε μια ξύλινη παλέτα,
μουσκεύει στου χιονιά τ’ ανεμοβρόχι!
Το λάρυγγά του πνίγουνε οι βρόγχοι,
μαργώνει και της χλαίνης του τα πέτα
σηκώνει και σαν σκιάχτρου σιλουέτα,
φαντάζει που φυλάει το μετόχι!
Αδιάφορος ο κόσμος προσπερνάει,
κανένας δεν του ρίχνει μια ματιά
και βιαστικός την πλάτη του γυρνάει
μέσα στην παγωμένη τη νυχτιά!
Αδέρφια, κεφαλή ποιος θα γυρίσει
στον άστεγο προτού να ξεψυχήσει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου