(Προτείνει η Βασιλική Κοκκίνου)
Οι κλέφτες ήταν σώματα αντίστασης των υποδούλων εναντίον της Οθωμανικής εξουσίας που η δράση τους εκτείνεται σε ολόκληρη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και αναπτύσσεται κυρίως στους ορεινούς όγκους της ελληνικής χερσονήσου. Καθώς η τουρκική κατάκτηση ανάγκασε τους κατοίκους πολλών πεδινών περιοχών να τραπούν προς απομακρυσμένους και δυσπρόσιτους τόπους για να αποφύγουν την ταπείνωση και την καταπίεση, τα ελληνικά βουνά υπήρξαν καταφύγιο μικρών ή μεγάλων ομάδων, ιδιαίτερα κατά την πρώτη μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης περίοδο. Στους οικισμούς που δημιουργήθηκαν, οι φυγάδες αντιμετώπισαν οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης : το χώμα για την καλλιέργεια ήταν λιγοστό, το νερό σπάνιο, οι καιρικές συνθήκες τον χειμώνα δυσμενείς και η απομόνωση από τον κόσμο του κάμπου ήταν πολυήμερη και όχι σπάνια πολύμηνη. Μέσα στα πλαίσια της καινούριας ζωής, οι οικογένειες και τα άτομα ξαναγύριζαν στις αρχέγονες πηγές της ζωής, στην κτηνοτροφία και τη γεωργία, ενώ συγχρόνως στους ορεινούς πληθυσμούς δημιουργήθηκε η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου που αρνείται να συμβιβαστεί με την εξουσία και καταφεύγει, τόσο για την ηθική του ικανοποίηση όσο και για την κάλυψη των υλικών αναγκών του, στην αρπαγή, μοναδικό τις περισσότερες φορές μέσο για τη συντήρησή του.
Από τους οικισμούς αυτούς προήλθαν σε μεγάλο ποσοστό οι κλέφτες που με το πέρασμα των χρόνων, κυρίως τον 18ο αιώνα, αποτέλεσαν την έκφραση ενός έντονου φιλελευθερισμού και απλώθηκαν σε όλο τον ελληνικό χώρο, από τη Μακεδονία ως την Πελοπόννησο. Για να φθάσει όμως ο κλέφτης να γίνει ο θρυλικός αγωνιστής της ελευθερίας όπως μας τον παρουσιάζουν τα δημοτικά μας τραγούδια και η παράδοση, χρειάστηκε να περάσουν περίπου τρεις αιώνες μετά την Άλωση. Το «σύστημα των κλεπτών» που ήταν κατά τον Ιωάννη Φιλήμωνα «το πρότυπο πολεμικόν σχολείον της μελλούσης μεταβολής σχηματίζον την πρώτην στρατιωτική δύναμιν της Ελλάδος», ξεκίνησε από ομάδες που η συμπεριφορά τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ληστρική. Η αλλαγή όμως που πραγματοποιήθηκε υπό την επίδραση πολλών παραγόντων, και κυρίως των πολεμικών γεγονότων στον ελληνικό χώρο κατά το τέλος του 18ου αιώνα (Ορλοφικά, Λάμπρος Κατσώνης), ήταν τόσο και τέτοια ώστε να θεωρούνται οι ομάδες των κλεφτών και των αρματολών οι πυρήνες και η βάση για την εθνική εξέγερση του 1921 που προετοιμαζόταν.
Τη ζωή, τα βάσανα και τα ηρωικά κατορθώματα των κλεφτών ύμνησε το δημοτικό μας τραγούδι. Παράδειγμα, αυτό που ακολουθεί : ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑΣαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειάπάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ’ απαντούν.Γεια σου, χαρά σου, γέρο. – Καλώς τα παιδιά.Πού πάτε παλικάρια, πού πάτε ρε παιδιά;Πάμε για να πατήσουμε την ΝτροπολιτσάΏρα καλή, παιδιά μου, να πάτε στο καλό.Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατί εγέρασα,μον’ πάρτε τον υγιό μου τον μικρότεροπόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτεράπου ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,που ξέρει τις βρύσες πόπινα νερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου