Η Τοιχογραφία
θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση
γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τε-
λειώσει το άλλο
Tο βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο
Eλένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη
της φευγάτο κιόλας στην Aσία την αντικρυνή
ρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και
τους ήλιους.
Μονοτονία
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Του μαγαζιού
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
τα θέλησε, τα βλέπει ωραία· όχι όπως στην φύσι
τα είδεν ή τα σπούδασε. Μες στο ταμείον θα τ'αφίσει,
δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής.
Στο μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς
βγάζει απ' τες θήκες άλλα και πουλεί -- περίφημα στολίδια --
βραχιόλια, αλυσίδες, περιδέραια, και δαχτυλίδια
σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.
η ελπίδα και η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα..
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
……ώσπου όταν όλοι αποσύρθηκαν έγινε μια παράξενη ησυχία και δεν ακουγόταν παρά το σιγανό κλάμα της γυναίκας και το μακρινό θρόισμα της έξοχης, σαν κάποιος να παρηγορούσε έναν άλλον, για κάτι που δεν μπορεί πια να επανορθωθεί.
……κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
……κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
……έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
……τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
……γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο
Το σπίτι που γεννήθηκα
στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
Της πόρτας του η παλαϊκή κορώνα, ώ! νά η καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα
να συνοδέψει του σπιτιού τ' ολόχαρο τραγούδι
προς το παιδί· γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξαναβρώ, πρώτη και στερνή ευτυχία!
στον αέρα θα πάει· θα πάει στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα πάρ' η λύσσα των κυμάτων.
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ' των ονείρων τον αέρα, κι απ' την πύρα
κι απ' των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.
στα κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μες στο φεγγάρι.
Κι η κοπέλα απ`τη γη
με τα κόκκινα μάτια
λέει ένα τραγούδι
που δε φτάνει ως το ναύτη.
Φτάνει ως το λιμάνι.
Φτάνει ως το καράβι.
Φτάνει ως τα κατάρτια.
Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
γράψαμε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
τι πόθους και τί πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Την είδα ψες αργά,
Που εμπήκε στη βαρκούλα
Να πάη στην ξενιτιά.
Λευκότατα πανιά,
Ωσάν το περιστέρι
Που απλώνει τα φτερά.
Με λύπη, με χαρά,
Και αυτή με το μαντίλι
Τους αποχαιρετά.
Εστάθηκα να ιδώ,
Ώς που η πολλή μακρότης
Μου το ’κρυψε και αυτό.
Δεν ήξερα να πω
Αν έβλεπα πανάκι
Ή του πελάγου αφρό·
Εχάθη στο νερό,
Εδάκρυσαν οι φίλοι,
Εδάκρυσα κι εγώ.
Δεν κλαίγω τα πανιά,
Μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,
Που πάει στη ξενιτιά.
Με τα λευκά πανιά,
Μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
Με τα ξανθά μαλλιά.
1
Του Ήλιου το δρόμο,
Κ ρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ' όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,
2
Παράμερα στέκει Ο άντρας και κλαίει· Αργά το τουφέκι Σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι Τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.» |
3
Γρικούν να ταράζει Του εχθρού τον αέρα Μιαν άλλη, που μοιάζει Τ' αντίλαλου πέρα· Και ξάφνου πετιέται Με τρόμου λαλιά· Πολληώρα γρικιέται, Κι ο κόσμος βροντά. |
|
Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου Φθαρμένα και μαύρα Σαν ίσκιους ονείρου· Λαλεί το πουλάκι Στου πόνου τη γη Και βρίσκει σπυράκι Και μάνα φθονεί |
4
Αμέριμνον όντας Τ' Αράπη το στόμα Σφυρίζει, περνώντας Στου Μάρκου το χώμα· Διαβαίνει, κι αγάλι Ξαπλώνετ' εκεί Που εβγήκ' η μεγάλη Του Μπάιρον ψυχή. |
|
5
Προβαίνει και κράζει Τα έθνη σκιασμένα. |
6
Και ω πείνα και φρίκη! Δε σκούζει σκυλί! |
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου