ανθίζουν μέσα μου
Εσύ φυλλορροείς
Ο ουρανός γλαυκώνει
τα μάτια μας
Η αγάπη ξοδεύεται
μέσα στο αγιόκλημα
πάντα αναμάρτητη
Το τελευταίο ποίημα
για μας
δεν γράφτηκε ακόμη
Μη με προσπερνάς
παράξενή μου Άνοιξη....
Ένα πλήκτρο κι άλλο ένα
Σκοτώνουν κάθε μέρα γράμματα
Ανασταίνουν κάθε νύχτα λέξεις
Ποιος τα χτυπά;
Ποιος μιλάει ;
Ακούω τον άνεμο
να σπαρταρά
στο ψυχορραγούν στέρνο
της σιωπής μου
Μα ποιος μιλάει;
Θέλω να δω
να ακουμπήσω
να ψηλαφήσω
αυτή τη γενναιότητα
αυτό το θράσος
που με εκθέτει
ανεπανόρθωτα
Ένας λυγμός κι άλλος ένας
Μια κραυγή κι άλλη μία
Μια φωτιά κι ακόμη μια
Πνίγομαι στα αναπάντητα
Κι όλο βαθαίνει το όρυγμα
Πώς να κατεβώ ;
Τι θα αντικρίσω;
Πηγάδι εγώ
Όλα τα φεγγάρια λούζονται
στα μαύρα νερά μου
Όλες οι τριχιές κόβονται
σαν αγγίξουν τις πέτρες μου
Όλη η ζωή αγκιστρώνεται
στα χείλη του
Αρνείται
την κάθοδο
στον Άδη μου
Ένα αδίστακτο ποίημα είμαι
ζωσμένο με εκρηκτικά
που ετοιμάζεται να πηδήξει
Πηγάδι μου
αγκάλιασέ με
στη μεγάλη σου λάμψη....
του ίσκιου σου
συντριβεί τους αέρηδες
Και εγώ
λευκοσωμη ύπαρξη
Μυρτώ ή Κλυταιμνήστρα
Μες στα σοκάκια μαίνομαι
του άστεγου έρωτα μας
Και με αόρατα γραπτά
σου ψηλαφώ προκλήσεις
Νερό να πιώ
Νερό να πιείς
Σε απύθμενο πηγάδι
Να συλλαβίζεις αστραπές
Να συλλαβίζω πάθη
Σε κάθε γιόμα Φεγγαριού
Να υποχωρεί το χώμα
Να μένει μόνο το νερό
Να τραγουδάει αγάπη
Αόρατα τα σώματα
στων ορίων την πλάνη
θα ζευγαρώνουν αιώνια
σκιές που δεν σωπαίνουν
Στις διαδρομές
ενός ανέφικτου οράματος
Ένα ακατοίκητο
πολυετές ειδύλλιο
της πέτρας
Ενταφιάζει αθόρυβα
την ετυμηγορία
από εύστοχα λάθη
Της ματαιότητας αυτόγραφο
σπαταλάει τους ήλιους
στην πεπρωμένη επιστροφή
του ακατοίκητου μυαλού
στα αδειανά δωμάτια
Έτσι μακρηγορεί το όνειρο
και στέκεται ορθοστάτης
μήπως με την επιμονή
κατοικηθεί
των ανθρώπων η σκέψη.
πότε με του κούκου την λαλιά
κι άλλοτε με του νου σου τα φτερουγίσματα
Ποιητή μου,της Ομορφιάς και του Πόνου παιδί,
πνεύμα αγαθό,
βαθιά φλογάτη ψυχή,
μες απ’ την τέχνη σου ποτέ δεν ξεχνάς
όλους τους πόνους της γης να περνάς.
Κι όσο τον κόσμο πλάθεις ονειρικό
αρματωμένο με τις ελπίδες και τα όνειρά σου,
οι πόνοι γίνονται θύμηση …..
κι η θύμηση με μουσικής οίηση
σε τραγούδι ξεσπά ερωτικό.
Α, τι ξεφάντωμα θα ήταν αλήθεια η ζωή
αν είχαν οι άνθρωποι τη καρδιά σου
και τον κόσμο να έβλεπαν με την ματιά σου!
Ω, και να σ’ αξίωνε η μοίρα σου ποιητή
στην στράτα σου την καθημερινή
τον ουρανό να κοιτάς και σαν ήλιος πάντοτε να γελάς…
στον αιθέρα, σαν αετός να πετάς…
Στην γη, σαν άρχοντας να μιλάς….
Στο χέρι αηδόνας φτερό να κρατάς,
μυστικό σπαθί σου
το άδικο με τον λόγο σου να πολεμάς.
Και της ποίησής σου η γραφή
μ’ ανάβρυσμα να κυλήσει γλυκιάς πηγής,
στο λιβάδι των Μουσών γόνιμος σπόρος να ριζώσει.
Κι εκεί ανθός πολυπλόκαμος σαν φουντώσει
στον κόσμο το μέλι του να δώσει.
Και στο μέλλον που θα ξημερώσει
να λένε όσοι τον «ανθό» σου βλέπουν καθώς περνούν
και στέκονται το «μέλι» σου να γευθούν.
-Α, Μεγάλος ήταν αυτός ποιητής!
Οι πόνοι της βιωτής του,
πουλιά με κόκκινες φτερούγες και κελαηδούν!
Και μες από τον κήπο της ψυχής του
πώς μοσχοβολούν «οι ανθοί του»!
Κι ακόμη, να!/Αν και δεν ζει πια,
μες από το μελισσοκόφινο της κεφαλής του
τώρα και παντοτινά
μελίσσια ξεπηδούν οι στοχασμοί του!
Κι ανάλαφρα είτε στα κορφοβούνια της καρδιάς
είτε στα «λούλουδα και στ’ αγκάθια» της γης όσο πετούν,
από ολούθε ομορφιά Ζωής τρυγούν
και στον κόσμο ανοίγουν μια στράτα χαράς!
Γυναίκα κοσμοπολίτισσα.
Σε βεγγέρες να περιφέρεσαι και γιορτές
Σε κοσμικά σαλόνια
Με πλουμιστές φορεσιές,
Μα δεν σ’ ήβρα και σ’ έψαχνα στης γης τ’ αλώνια
Στο στήθος με κόσμημα λιτό
Το μικρό Ερυθρό Σταυρό
Μ’ απέριττη στολή λευκή,
Μάνα κι αδελφή
Όπου πόλεμος
Όπου όλεθρος
Όπου αίμα και συφορά
Όπου θρήνου και πόνου βογγητά
Όπου ο θάνατος περιδιάβαινε και θέριζε τη ζωή
Να στέκεσαι μπροστά.
Ανθοστόλιστο γυαλί
Εξωραϊζοντας τον πόνο μ’ άνθη απ’ τη γη
Κι απ’ τον κήπο της ψυχής σου παρμένα
Άλλοτε να φωτίζεις πρόσωπα πληγωμένων
Με το χαμόγελό σου το γλυκύ.
Στο χάδι σου, από κορμιά σ’ επιδέσμους τυλιγμένα,
Ταλαιπωρημένα
Μέλη σε νάρθηκες σκλαβωμένα,
Να σταματούν οι γογγυσμοί.
της φωνής σας ν’ απλώνεται η μελωδία
σαν από κελαρύζοντα νερά πηγής.
Γυναίκες Ερυθροσταυρίτισσες,
ευγνωμοσύνη σας πρέπει από μας
για το εύρος της εθελοντικής σας προσφοράς
Τιμή σε σας.
Για το άοκνο της θυσίας σας
Το απροσμέτρητο μέγεθος της εργασίας σας,
είθε σαν τ’ άνθη πάντα να ευωδιάζετε,
Σαν αστεριών φως να λάμπετε
αγάπη πρώτη.
Μια αγκαλιά έχω γι’ ανάμνηση
και δυο χέρια στοργικά
σε κάθε μου πτώση.
που μου υποσχέθηκες
δεν την είδα.
Πίσω απ’ τις πόρτες κρύφτηκα,
διστακτική και τρομαγμένη,
τις κουρτίνες έντυσα
με λουλούδια που μάζεψα
από αγρούς νοερούς
που δεν γνώριζα.
Μήτε η Άμπελος νομίζω
θα βλαστήσει φέτος
από τον φόβο μιας πιθανής εξορίας.
στο λαιμό να κρατηθείς
σαν ανάγκη του κόσμου μοιάζει
που αναζητά
έναν τόπο ειρηνικό
να βρει να κατοικήσει...
μες στη γαλήνη της στιγμής
μέσα στης φλέβας τη ζεστασιά
να γείρει
να κουρνιάσει
και ν' αποκοιμηθεί...
κάπου στην άκρη
λίγη απ' τη ζωή μου ακόμα
και μια σπίθα
(μικρή, τόση) ελπίδας
για όταν ξανά
σε συναντήσω...
Μα ήρθες άξαφνα
στον ύπνο μου μέσα
φωνάζοντας δυνατά
το πιο μεγάλο ψέμα του κόσμου
γιατί οι Ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ...
"Πέθανα... πέθανααα τ' ακούς;"
Χτύπησε δυνατά κι έκλεισε βαριά
η πόρτα του ονείρου
σείστηκε συθέμελα η ψυχή μου
κι άξαφνα
λες και πέρασαν χρόνια πολλά
μέσα σε μια στιγμή...
την στιγμή
που ένιωσα εντός μου
την ερημιά
που είχε προλάβει το αίσθημα
της εγκατάλειψης του κόσμου
κι είχε αρχίσει να υφαίνει
πυκνούς ιστούς
γύρω απ' αυτόν.
και να τον πιάνεις απ΄την αρχή !
Να φτύνεις δίκιο στα δάχτυλα σου,
κι εκατοστά αφείδωλα,
απ΄το ανάστημα σου,
και να τον ξεφυλλίζεις συλλαβιστά !
Ώρα την ώρα, στιγμή τη στιγμή !
Μόνον έτσι, θα μάθεις ορθογραφία !
Γιατί, δεν αρκεί να ξέρεις να γράφεις !
Πρέπει και να διαβάζεις ορθόγραφα.....
από το μωβ,
της πεθαμένης απ΄ανημπόρια βιολέτας σου,
από τα κόκκινα,
υπογραμμισμένα αυστηρά με στυλό,
καλοκαίρια σου,
απ΄τους ωχρούς,
ατάκτως ερριμμένους εις την ρουλέτα,
Οκτώβρηδες και Νοέμβρηδες σου,
και τέλος,
απ τις λευκές σιωπηλές,
γιορτινές απουσίες σου...
πώς θα βάλεις τους τόνους,
στην λήγουσα και στην παρα-λήγουσα
χρυσαφωμένα από την λάβρα και το δείλι,
σαν σταυρουδάκια απ΄τις αισθήσεις σμιλευτά,
σαν και τα φρούτα, όπως μου τά΄πες, του Απρίλη !
γητειές της θάλασσας κι όλο το μπλε, κοιμούνται εντός μου,
είπες κομήτες,πως συγκρουστήκανε μεμιάς,
στο πρώτο τ΄άγγιγμα, του μυστικού μας κόσμου !
και τρικυμία ο στεναγμός στα σωθικά του,
μα ασήμια πέσανε στο χρώμα της πληγής,
κι εφτά ουρανοί μας ανυψώσαν στα σκαλιά τους !
και κρούεις τον κώδωνα, όπως το "sos" ένα βαπόρι,
γίναμε αλήτες, πού΄ψαξαν άλλες διαδρομές,
μα καταλήγουμε εσαεί συνοδοιπόροι !
που μας ξεφεύγει ανελλιπώς μέχρι πρωϊας,
είναι κι η ρίμα, νήμα κρυφό από τα χθες,
και μύρια όσα, που μας συγγένεψαν εξ΄αγχιστείας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου