παντού νικάς εσύ, τα πάντα κυριεύεις.
Στις παρειές των κορασίων εννυχεύεις
και, αφού τις υπερπόντιες κατέλθεις ράχες,
εκεί από πάντα κρύπτη και φωλιά. Και ζεύεις
θεούς και ανθρώπους σε σκλαβιά και τους παιδεύεις
–λιγόζωους και αθάνατους–, και αυτοί για σάχες
δικαίων μα και ανόμων, και όλεθρους ανάβεις
κι εχθρότητες γεννάς, γιατί καταλαβαίνεις
στου κόσμου τις καρδιές, στην κλίνη, στο τραπέζι.
Αδάμαστη, Έρωτα, η Αφροδίτη μάς εμπαίζει·
χαλά, και βάρος είναι ανάλαφρο στους ώμους.
που χτίζονται μόνες τους γύρω σου.
Τείχη ορθώνονται ψηλά
κι εσύ εγκλωβίζεσαι μέσα τους.
Καταδικάζεσαι ισόβια,
όχι επειδή μίλησες ή έπραξες κάτι,
αλλά επειδή σιώπησες.
Επειδή στο δριμύ κατηγορώ που σου όρισαν
εσύ σιώπησες.
και η συνομωσία των γύρω σου που σιώπησαν
έβαλε τις υπόλοιπες
και προτού το καταλάβεις
έγινες δέσμιος αιώνιος
μιας αλήθειας που δεν ήταν ποτέ δική σου!
Στον δεξί μου ώμο έχω κρυμμένο ένα καβούκι.
Τις ανήλιαγες μέρες φωλιάζω μέσα του
και μετρώ τις πληγές μου.
Σαν βγαίνει το φως,
τις γυμνώνω στον ήλιο μήπως και γειάνουν.
Ευτυχώς καμιά δεν κακοφόρμισε ως τώρα.
Πόσο δύσκολο θα 'ταν να κόψω ένα κομμάτι μου και να το πετάξω.
Πόσο αφόρητο θα ήταν
να γίνω συνέχεια της σήψης.
Σκύβω και κοιτάζω το σκονισμένο μου χαμόγελο.
Κρέμεται ακόμα εκεί στο στήθος μου,
χαμογελαστό μα πάντα σκονισμένο.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους χωρίσαν.
Και ένα δάκρυ στη γη, μου μηνύει πως φταίω.
Ένας ύμνος κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί πού χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου