κι η μάνα τα προστάζει
μες το ποτάμι της ζωής
το σπλάχνο της μη σκιάζει.
ζωή να συγυρίζει
κάθε ώρα και στιγμή
το χρόνο να στολίζει.
σαν βίους των Αγίων
να συγχωρνά τα λάθη μας
εντός κι εκτός ορίων.
σκίζεται η καρδιά της
κάθε πληγή, αναβροχιά,
την νιώθει σα δικιά της.
στ’ αστράγγιστα νερά μας
κοσμογονία η στιγμή
να σώσει την καρδιά μας.
τη σκέψη κάνει χάδι
ν αναθαρρεί το σπλάχνο της
στο φως και στο σκοτάδι.
ήλιος την αυγή σα βγαίνει
είναι η ΜΑΝΑ που σκιρτά
ζωή να ομορφαίνει.
Απ' την στιγμή που άνοιξα τα μάτια ειδα μπροστά μου την πονεμένη σου μορφή με τα λάστιχα στην μύτη και τους ορούς στο χιλιοπληγιασμένο σου
κορμί όπου δεν έμεινε φλέβα γερή να την τρυπήσουν και να μην ματώσει βάφοντας κόκκινα
τα κάτασπρα σεντονια.
Κι ενώ καιγόσουν στους
40 και κάτι μάς
ψιθύριζες "ειμαι καλά"
διαισθανόμενη την αγωνία
μας, εμάς των παιδιών
σου και των εγγονιών σου.
Κι έφυγες τραγουδώντας
κι απαγγέλλοντας μέχρι
που είχες τις αισθήσεις
σου οπως έκανες πάντα
στη ζωή με όσα βάσανα
κι όσες δουλειές.
Οταν έσπερνες, όταν θέριζες όταν ζύμωνες
οταν σκαρφάλωνες στην
μύτη της καρυδιάς, της κυδωνιάς να κόψεις και
και το τελευταίο
φρούτο να μας φτιάξεις
γλυκό. Στο χωράφι μας
μεγάλωσες, αυτό το μόνο
που σου 'δωσε η μάνα σου
και που σηκωνόσουν στα
σκοτεινά να ποτίσεις όλα
όσα φύτευες για να μας
θρέψεις από πατάτες
φασολάκια ντομάτες κλπ μέχρι φράουλες που τις
βάζαμε σε πανεράκια
εκει γύρω στα 12 ήμουν
και τα εβγαζες στο δρόμο
όπως και τα μήλα μέσα
από το δύσβατο μονοπάτι
φορτώνοντας τις κάσες
στους ώμους σου με τον
ιδρώτα να κυλάει ποτάμι
κάτω απ' τον καφτό ήλιο...
Με χίλιους κόπους
μάζευες τα λεφτά για
για να μας μεγαλώσεις
κι είχες και μια
"περηφάνια" να μας ντύνεις με τα καλύτερα ρούχα
που έφερνε ο πραματευτής
από την "χώρα".Τον πενιχρό
μισθό του μπαμπά δεν τον άγγιζες....
Τον φύλαγες να μας αγοράσεις οικόπεδο στην
"χώρα" όπως λέγαν την Λευκωσία, να μας στείλεις
σε ιδιωτικά σχολεία έκανες όνειρα μέσα στην
φτώχεια σου πάνω από
τις δυνάμεις σου..
Στερήθηκες, βασανίστηκες ξενοδούλεψες σκληρά
για να μας μεγαλώσεις
να μας μορφώσεις να μας
κτίσεις μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι μας κάνοντας
και τον βοηθό του κτίστη..
Θυμάμαι κι εμείς, τα παιδιά κουβαλούσαμε τούβλα
και κάδους με τσιμέντο
στον κτίστη έφηβοι τότε.
Ο δε αδελφός μου από μαθητής δούλευε στις οικοδομές τα καλοκαίρια
κι εμείς τα κορίτσια στα
σταφύλια. Δύσκολα χρόνια
μα όμορφα. Πόσα να θυμηθώ..
Κάτι που γεμίζει τύψεις
ήταν οταν μια Κυριακή
λιγο πριν φύγεις για το αγύριστο ταξίδι ήρθα να σε
παρω να πάμε στο χωριό.
Στεκόσουν στην πόρτα
μαυροντυμένη αφού για
28 χρόνια αφότου έφυγε
ο μπαμπάς δεν εβγαλες τα μαύρα και είχες τα χέρια
ψηλά. Σε ρωτώ τι κάνεις μάνα; Παρακαλούσα τον θεό
ν ανεφάνει ενα παιδί μου ενα εγγόνι μου και να που
με άκουσε, μου ειπες. Ο Θεός σε έστειλε κόρη μου........
Και τότε ήταν που έγραψα
το ποίημα μου με τους
στίχους:
Ειναι πικρό μονάχος σου να σβήνεις
και το παιδί σου να σ' έχει στην άκρη
κι εσύ και την ζωή σου να
την δίνεις
μη στάξει απ' τα μάτια του το δάκρυ.
κατασκευάζοντας κελαρυστά την καρδιά μου.
Στα σκότη μ’ έπαιρνες αγκαλιά
και ωρίμαζα με τον κυματισμό σου.
Έκτιζες ανώδυνα προστατευτικά κελιά,
μονάχα με το πάντιμο μειδίαμά σου.
Υπήρξες εκεί απ’ την αρχή.
Διαρκώς στα μάτια μου μυθοποιημένη.
Συναντούσα τη γνώση σε εξέλιξη,
την προσπάθεια που τ’ ανθρώπινα υπερβαίνει.
Εποίησες ψυχές δια μιας μικρής κιμωλίας.
Όσο γράφεις στον μαυροπίνακα,
κερδίζουμε στα πέρατα την αναπνοή.
Έχεις τα πόδια τσακισμένα;
Δεν σου 'μεινε φωνή να στείλεις την κραυγή σου;
Και βγάζεις φτερά στις πλάτες!
του καθε χρόνου ψάχνω
το γλυκερό της πρόσωπο
κι ανεύρετη ομορφιά της.
την ακριβή φωνή της
τη θεογόνα συμβουλή
που μένω εραστής της.
από τις δύο Φλεβάρη
και από τη δεύτερη Κυριακή
του αγγελικού μου Μάη.
Ρωμμαλεα
Ονειρικη
Ντροπαλη
Ικανοτατη
Αληθινη
Ουσιωδες
Λατρεμενη
Λειτουργικοτατη
Άρτια.
στης μάνας πάντα την ψυχή
λουλούδι νιο και νιόφερτο
στον κήπο της..θα στέκεις φυτεμένο..
πίσω να την γυρνάς..στης νεότητας
στα χρόνια σου της γέννας..
Σ' όποιο κελάρι κι αν σταθώ
βρίσκω απ' τα χέρια σου τις ζωγραφιές
οι φυλαγμένες οι εικόνες με μαγεύουν..
έναν κόσμο εζωγράφιζες
στην ομορφιά..στα χρώματα λουσμένο..
Μες στου Μαγιού τις μυρωδιές
σε μια στιγμή μεγάλου πάθους εγεννήθηκες
με το λουλουδιαστό της Άνοιξης φουστάνι της
κορίτσι η μάνα σου να σε κρατεί
στη μυρωδιά σου ν' αρχινά
παντοτινό το πανηγύρι της ψυχής
παντοτινή γι αυτήν γιορτή μητέρας..
διάλεξε να Θεώσει
και εδω σ΄αυτόν τον κόσμο μας
φως και ζωή να δόσει
με ανάσα απ΄ την δική της
με αίμα απο το αίμα της
ψυχή απ΄την ψυχή της
την ίδια την ζωή της
αν ήξερε πως θά΄σωζε
θα ζούσε το παιδί της
πάνω από προσκεφάλια
ξενύχτησε υπέφερε
έκανε παρακάλια
Θεέ μην υποφέρουν
δόσε τους όλα τα καλά
κι αυτά καλά θα φέρουν
με δύναμη στα στήθεια
με τόση αγάπη δυνατή
γεμάτη με αλήθεια
σήμερα την τιμούμε
ας δείξουμε στην μάνα μας
ότι την αγαπούμε
Στα μάτια σου συναντώ τους αγώνες των προγόνων μου.
Στα χέρια σου κουρνιάζουν τα χάδια που στερήθηκες.
Στη καλοσύνη σου τα νιάτα μεταλαμβάνουν τη ζωή.
Στο σφραγισμένο από τις κακουχίες στόμα σου
συνωστίζονται οι κραυγές της αγωνίας μας.
Στα μαλλιά σου κάτω απ' το τσεμπέρι,
υποκλίνονται οι άγριοι βοριάδες,
κατακερματίζονται οι καημοί,
υποτάσσονται οι εξουσίες.
- αχ τι βουβό σπάραγμα σ' αυτό το βλέμμα σου -
κουρνιάζουν οι αιώνες που σε κυνήγησαν,
όμως εσύ όλους τους συγχώρεσες.
σ' αυτή την κόκκινη θάλασσα καρτερίας και αφοσίωσης,
μαζί με την ακατάβλητη αγάπη σου για τον άνθρωπο,
ανάβουν φωτιές και σημαιοστολισμένα γιορτάζουν
όλα τα απόκρυφα βραχονήσια της ελπίδας μας,
εκλιπαρώντας τον ασβέστη της προσμονής
να νανουρίζει στις ήμερες ξερολιθιές
μαζί με το θυμίαμα του Άη Νικόλα,
τις μικρές σαύρες π' αγαπούσες.
που θα ήμουν εγώ, που θα ήμασταν εμείς
πως θα ήταν ο κόσμος μας τώρα, μάνα μου;
Αλεξία Καλογεροπούλου
αγάπη πρώτη.
Μια αγκαλιά έχω γι’ ανάμνηση
και δυο χέρια στοργικά
σε κάθε μου πτώση.
**
- ποιοι είναι όλοι αυτοί,
μου λέει,
και που ήταν όσο ζούσα;
γιατί σ' αγκαλιάζουν
κι εγώ δεν μπορώ;
μπορείς,
λέω,
θα ρχομαι εγώ,
κάθε ξημέρωμα•
-δε σε θέλω εδώ,
μου λέει,
δεν ανάβουν τα σώματα
κι έχουμε ξεπαγιάσει._
άγρυπνη φρουρός
Και ο δρόμος να είναι παντί τρόπω ο μόνος
ν’ ακολουθήσω κανόνας
Ιδέες θαλάσσης και πεταλούδες μιας αφράστου χαράς..
Σε δεκαπεντασύλλαβο της αρετής των δέντρων.
**
πήρες γραφίδα και ζωγράφισες το παιδικό μυαλό μου
από τα στήθη σου, μου έδινες τροφή
κι’ ήσουν για μένα, ένας μικρός θεός μου.
Σε κάθε παραμύθι σου, για το νανούρισμα μου
κι’ από τα πρώτα βήματα που με ‘μαθες να κάνω
μου έπλαθες τα όνειρα και τα ιδανικά μου
ένα ¨εγώ¨ μου έκτιζες , για να ‘χω πάντα πλάνο.
Αργότερα με μάθαινες, ανάγνωση - γραφή
και να μετρώ με μάθαινες, το ένα και το δύο
για ν’ απορρίπτω, Μάνα μου , υπόσχεση ασαφή
και να μετρώ το δίκιο μου, σ’ ολάκερο το βίο.
κι’ η πένα που ζωγράφισες , τη παιδική ψυχή μου
μου δείχνανε στο διάβα μου, το θέλω, το μπορώ
και σαν δυο φάροι φώτιζαν, την ρότα στη ζωή μου.
Τα γράμματα που με ‘μαθες, να γράφω να διαβάζω
κι’ οι αριθμοί που μου ‘δειξες, πότε μας κάνουν ίσον
μου μάθανε μες τη ζωή, ποτέ να μη διστάζω
να κυνηγώ το όνειρο, ¨γήινων παραδείσων¨.
Από τα πρώτα βήματα και από τα παραμύθια
Θεός και Πρωτομάστορας, μου ‘κτιζες το ¨ποιόν μου¨
μα! τώρα που μεγάλωσα, μοναδική μου αλήθεια
σε είχα καθοδηγητή, των όποιων αξιών μου.
Μάνα μάννα τ ουρανού. Μάνα λουλούδι του γιαλού άνθος του μυαλού. Μάνα το μάννα τ ουρανού. Εσύ γλυκιά μορφή θεσπέσια. Αντέχεις την ατέλεια. Σφουγγάρι των δακρύων άγγιγμα μου θείο, άγαπη μεγαλείο. Είσαι ναμα καρδιάς Παρηγοριά, χαρά όταν το μέσα μας πονά. Κράτα ρε μάνα γερά. μην κοιτάς αλλού. Ξηραίνεις το ψωμί στα χείλη ταΐζεις τα παιδιά σαν χελιδόνα έτσι χορταίνεις μάνα μόνο εσύ. Άνοιξε αγκαλιά, χώσε στο κόρφο σου το δάκρυ. Εκεί είναι η άκρη όπου σπέρνεται η αγάπη. Ανιδιοτελής, αμόλυντη απέραντη, μοναδική Φίλη, μάνα, αδερφή. μάνα μου ολα είσ' εσύ.
και προσευχή στο στόμα
για του παιδιού σου τη ζωή
ώσπου να μπεις στο χώμα
που καιγεται και λυώνει
είναι της μάνας η καρδιά
μα δεν το μετανοιώνει
βουνό η δύναμή σου
κι άγριο λιοντάρι γίνεσαι
μάνα για το παιδί σου
η μάνα ειναι μάνα
ίδιος ο πόνος κι η φωτιά
κι ο θρήνος για τη μάνα
είσαι η πρώτη λέξη
και στις φουρτούνες της ζωής
´μάνα ´ θα πει ν αντέξει
καλά που υπάρχεις μάνα
Άχ! να μη κτύπαγε ποτέ
για σένα η καμπάνα
Mανούλα μου χιλιόχρονη στο μύρο τυλιγμένη,
η αγκαλιά σου είναι ζεστή σα νούφαρο πλασμένη.
Το χάδι σου τόσο γλυκό ,τα χείλη σου κεράσια,
το βλέμμα σου το στοργικό αγγίζει κορυφάσια.
λέαινα αρπαχτική γίνεσαι για τα παιδιά σου.
Αγάπη ολόκληρη είσαι εσύ, θυσία ορκισμένη
στον πόνο μα και στη χαρά είσαι όλη δοσμένη.
είσαι ο βράχος μου εσύ σε καστροπολιτεία!
Μόνο ένας θεϊκός πατέρας
είχε αναπνεύσει ζωή και έδωσε αγάπη.
Παρατηρώντας τη φύση όμως,
κάποιος μπορεί να αναρωτιέται,
Αν μας έχουν πει το μεγαλύτερο ψέμα
Από τότε που ξεκίνησε το tbory
**
θα μπορούσα ν’ αφιερώσω ζωές πολλές
στα ταξίδια των ψυχών στο αέναο Φως,
νοιώθοντας τον σπινθήρα σου
στις καρδιάς μου το Σύμπαν!
κι είν' αρκετό
κι ούτε που ξέρω αν βγαίνει απ' το μαμά
ή απ' το μαμ το αγγλικό
είμαι κι εγώ, βλέπεις, σε δυο γλώσσες μοιρασμένος
όπερ μεθερμηνευόμενον
η μια η μητρική η άλλη ληστρική μα αγαπημένη.
μα δεν νιώθω τίποτα να είναι μισό
διπλές συλλαβές δεν είναι απαραίτητες
σαν αντηχεί η καμπάνα του παντός
με δυο γράμματα μεστά
έτσι είναι σωστός ο κόσμος μου
έτσι ακέραιη η ψυχή μου
το έτερον ιδανικό και το οικείον ράδιον
μα τίποτα σ' ετούτη τη ζωή τυχαίο δεν είναι
όλα καλά σχεδιασμένα ήταν απ' την αρχή
κρατάω ορθά το πηρούνι στο αριστερό
(για να κεντρίζω ό,τι σκληρό στο δρόμο συναντήσω)
και το μαχαίρι στο δεξί αγέρωχο κι ευθυτενές
(τις πιθανότητες να μειώνω αποφασιστικά)
γιατί όταν τρυφερά στα χέρια μου τα τοποθετούσες
χαμογελούσες, Μα',
και στα επίμονα μου 'μα' δεν αντιδρούσες,
κάπως έτσι δεν πιέστηκα τέτοια να μάθω τυπικά
κάπως έτσι έρχονταν μόνα τους μετά.
γιατί τ' απογεύματα το διάβασμα
ποτέ δεν πίεζες ν' αρχίσω
κι ας κοίταζες διακριτικά από την κλειδαρότρυπα
σαν μου 'φτιαχνες τις τηγανίτες που αγαπούσα
ποτέ δεν με φώναζες σούρουπο απ΄ τα χωράφια με θυμό
και έκρυβες την αγωνία σου στην τρίτη μου εφηβεία
όταν νυχτοξημερωνόμουνα με φίλους
ίσως να ήξερες κιόλας
πως ένιωθα την ανακούφισή σου
που κρυφά εκτονωνόταν
μ' ένα ανεπαίσθητο φούσκωμα στο στήθος
και μια αγκαλιά στο μαξιλάρι.
το υπόλοιπο με ύφος
ή μ' ένα 'μπα'
εντοιχίζοντας ένα τεράστιο ειρωνικό
σχήμα του σπιτιού
υπονοώντας τις μακρές μου α-π-ουσίες
πάντα με άφηνες να είμαι αυτός που είμαι
να λέω αυτά που θέλω
να πράττω όπως νομίζω
πάντα συμφωνούσες
κι ακόμη δεν έχω καταλάβει
πώς η συμβουλή σου περνάει αβίαστα
στις βασικές μου αποφάσεις
γι' αυτό κι εγώ σου έλεγα τα πάντα
ήθελα ο ίδιος κάθε λεπτομέρεια να μάθεις
τίποτα μη σου κρύψω,
πώς τα καταφέρνεις, πώς;
κι όλη αυτή η απόλυτη, τυφλή σου αποδοχή
η μόνη της αγάπης σου απόδειξη
και η ζεστή, κάθε φορά, αγκαλιά.
Όπερ έδει δείξαι.
Ασημένιο τάσι της αγάπης γεμάτο νέκταρ η καρδιά σου,
ξεδίψασμα από αγίασμα, κέρασμα στα παιδιά σου.
Βελούδο είναι τα δάχτυλα,μετάξι η ματιά σου,
και η στοργή πασίχαρη μέσα στην αγκαλιά σου.
Ζυμώνεις απ’ τα δάκρυα προζύμι με αγωνίες,
γλυκό ψωμί από χαρά σε φούρνο ευτυχίας.
Ήλιος χρυσός η ανάσα σου,ζεσταίνει και λυτρώνει,
στις καταιγίδες θαλπωρή,σαν κιβωτός μοναδική.
Κρίνα σπέρνεις στους δρόμους μας,τριαντάφυλλα στις στράτες
για να ευωδιάζει η αγάπη σου,να μαραθούν τα βάτα.
Είναι η θωριά σου μάνα μου,καντήλι αναμένο,
φιντάνια είναι τα λόγια σου και τάματα ψυχής.
Μάνα-κυρά μας Παναγιά του κόσμου Πλατυτέρα,
Χριστό κρατάς και ευλογείς, βασίλισσα του αιθέρα.
Ωκεανός υπομονής,νάμα που μας ευφραίνει,
ίαση κάθε λέξη σου μάνα αγαπημένη.
Ρομφαία μπήγει στην καρδιά ο μακελάρης χάρος ,
το σπλάχνο σου σαν το χτυπά με δόκανο του σατανά.
Όποιος την μάνα έχασε,και ίσκιο της δεν βλέπει,
ξερόφυλλο είναι στο βοριά,πληγές για χάδια έχει.
Άγγελοι έραψαν φτερά στους ώμους τους δικούς σου,
νά έχεις κάτω απ τη σκέπη σου,μανούλα το παιδί σου.
Μάνα το <Μάννα του ουρανού> η Κυριακή είσαι του Θεού,
η προσευχή του ορφανού,ευχές στον κήπου του ουρανού.
Μάνα λέξη μοναδική σε όποια γλώσσα κι αν ακουστεί,
σε κάθε έθνος και θρησκεία,είναι η δική σου παρουσία,
μαγική αισθήσεων μελωδία.
για την αγάπη που απλόχερα σκορπάς.
Λίγα λουλούδια σου χαρίζουν τα παιδία σου,
κόκκινα ρόδα, απ’ τον κήπο της καρδιάς.
κι η κάθε αχτίδα ένας δρόμος φωτεινός.
Αγάπη μόνο διαφεντεύει στην καρδιά σου,
χωρίς εσένα, πίκρα, πόνος, στεναγμός.
Φιλί ζωής, μάνα, η κάθε σου ευχή,
Εν’ ανθομύριστο, ανοιξιάτικο λουλούδι,
γλυκό αγέρι στ’ ακρογιάλι της ψυχής.
στο ανηφόρι της ζωής κρυφή ελπίδα.
δοτική μάνα
καρπός γονικής έγνοιας
ρίζα αγάπης
Στη μάνα μου
Τα λουλούδια στις γλάστρες ακόμη ανθηρά
γεράνια κόκκινα τα περισσότερα
Πολύτιμα αχνάρια αντιστέκονται
στο χαγιάτι του χρόνου αραδιασμένα
Τα φρόντιζε πάντοτε με αφοσίωση
Μοναχούλια τώρα μας υποδέχονται
μ’ ολοκόκκινα θλιμμένα χαμόγελα
και το τζάκι αφόρητα σιωπηλό
της απώλειας παγωνιά μάς σκεπάζει
Και το δάκρυ στα μάτια σαν χάδι ζεστό
την αβάσταχτη ερημιά μετριάζει
πριν φύγει είχε πει
Να κρατάτε το σπίτι ανοιχτό!
Τα χέρια της γυμνά κλαδάκια σκεπασμένα χιόνι
και η φωνή της ράγιζε από το βάρος της λύπης.
κι ακούμπησε το χέρι στο μάγουλο
έτσι όπως τις στιγμές της ξέγνοιαστης νιότης
Ήθελα να της πω.
Μα η φωνή δεν έβγαινε.
τώρα που έσερνε την αρρώστια μέσα στα δυο πελώρια μάτια
να γίνει ξανά το κοριτσάκι με τη μακριά πλεξούδα
να’ ρθει στα χέρια της μάνας του
να κλάψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου