Να ζήσουμε ως άνθρωποι!
Κατηφορίζουν νεκροί να κλέψουν την παιδικότητά μας.
Κι ο μέγας της βουλής άγγελος στέκει,
δίπλα στα τρεχαλητά μας και τη βουτιά στη δοξολογία της θάλασσας.
Τι να φοβηθώ;
Η φωνή μου υψώνεται στο δίκιο κι αυτό του έρωτα το χαλίκι στρεφόμενο στη γλώσσα μου
κι άσαρκο συνουσιάζεται πιά με την αλήθεια!
απόσταγμα βασανιστικού μόχθου
με σώμα σφριγηλό κι ακόρεστα μάτια,
σφυρηλατημένη αποτύπωση της ψυχής,
εμφορούμενη από άχρονη μνήμη.
ουτοπικέ και δύσθυμε,
εσύ που ξέρεις πότε μονοιάζουν
και πότε φιλονικούν οι λέξεις,
είσαι το πάθος που θα μερώσει στο ζύγισμα,
εσύ που την αμεριμνησία αγάπησες
την άγνωστή σου φίλη
κρατώντας την καθαρότητα στα παιδικά σου μάτια.
εσύ που υπερίπτασαι του χαμού σου
αξιώνοντας το φως,
εσύ που κυνήγησες άγρια το Θεό
με εμμανή προσήλωση
θυμήσου,
όσοι το ελεύθερο πνεύμα σου φοβήθηκαν
λιγότερο από το θάνατο
μη γυρίσει το μάτι του επάνω τους ο Πανόπτης,
να σωθούν δε θα προλάβουν.
κάτω απ' το βάρος των πραγμάτων
να θυμάσαι...
είσαι η φτερούγα της θνητής μου υπόστασης,
η πλήρωση του ανικανοποίητου ανάμεσα στα χάσματα
σκορπίζοντας μία χούφτα ασημόσκονη
στα μαλλιά της αιωνιότητας.
Μέρα που ο ήλιος δεν έχει στέρξει
στο σπίτι της πόλης μου.
τραγουδισμένο από το μέσα της καρδιάς
λέει πως υπάρχει ο ουρανός κι έχει αστέρια.
πάντα: Αλήθεια.
Αυτό που χρειάζεται
είναι το φευγιό απ' την σκάρτη άνοιξη
και τους λυπημένους χειμώνες.
Είναι το ξαπόσταμα στης ψυχής τα φτερά.
Είναι η Γνώση της εποχής που θα ευνοηθεί
εκεί που όλα η Αγάπη τα αγιάζει!
Παλιόμυλος είν' τούτος, 'τοιμόγκρεμος,
μη, λέω, μην κρεμιέσαι, φόνισσες πέτρες
χάσκουν κάτω του, καλέ μου Δον Κιχώτη.
Μάνιαζε ο αγέρας και τ' όνειρό μου κάλπαζε
κι η φτερωτή γυρνούσε σαν πεταλούδα άνοιξης
μ' άνεμο ερωτευμένη κι από κάτω η θάλασσα,
Σειρήνα, με γητειάς τραγούδισμα καλούσε.
Πώς να κιοτέψω;
Αρπάχτηκα από μιας φτερούγας κράτημα,
σκισμένο το πανί κι ο σκελετός λυγιάρης.
Μέθη το περιδίνισμα κι ατέλειωτη σαγήνη.
Ένα και γης και ουρανός και πέλαγος δροσάτο,
σε μια γύρα φτερωτής ολάκερος ο κόσμος!
Τι κι αν καραδοκούν της πέτρας οι ακίδες
και χάσκει κάτω ο γκρεμός και
τα γλαυκά νερά αναρρουφά η πελαγίσια δίνη;
Τί κι αν η φωνή της λογικής κραυγάζει απεγνωσμένη;
οἱ γυναῖκες μὲ τὰ πλατύγυρα καπέλα
οἱ ταινίες γιὰ παντοτινὸ ἔρωτα
τὸ σῶμα ἕλκεται καὶ τελικὰ ἀφήνεται
ἀπὸ τὴ βαρύτητα τοῦ χώματος
πρόκειται γιὰ ἕνα εὐρύχωρο σπίτι
γιὰ τὴ στέγαση ἄστεγων
ἄλλοι μποροῦν νὰ βροῦν τὴν ὀρθολογικὴ συνοχὴ
τῶν θραυσμάτων τους
στὴν ἄμμο τῶν ἀντικατοπτρισμῶν ἀπατηλὲς ἐλπίδες φροῦδες
ἄγγελους μεθυσμένους λευκοφορεμένους
μέσα στὴ λάσπη ἤ σὲ μιὰ στέρνα γεμάτη ἀσημόψαρα
ζεστὴ πατρίδα
ἐπουλώνει πληγὲς
τὰ ναυαγισμένα βράδυα μου μαζί της μετρῶ
μελωδῶ τὴ χαμένη προσδοκία
στὸ σχῆμα μιᾶς γυναικείας θαλπωρῆς
κρυφῆς μαγείας ἀχνοντυμένη
φῶς στὰ βλέφαρὰ μου βάνεις
δὲν εἶναι παντοῦ
Ὅταν μόνο ἐσὺ ποίηση
στοὺς θεόφτωχους Λάζαρους
Ψωμὶ προσφέρεις
ἐλιὲς
Χαλκιδικῆς
έγραψα την Ιστορία Μας,
ένα Παραμύθι χαραγμένο
απ’ την Ανατολή
στη Δύση της Ζωής Μας.»
έλαμπε σε αμέτρητα αστέρια,
διάχυτα στον φωτεινό ορίζοντα μου.
Βασίλευε στου ουρανού τα κάλλη
σε μια Θεία Μελωδία!
και εσύ γλυκό ξημέρωμα μου,
με αγκάλιαζες στοργικά,
σε μια θελκτική τελετή
στο χάραμα της Ανατολής.
στέναξα … πόσο στέναξα
παρέα με τη νοσταλγική θύμηση σου.
Σε ένιωσα στα κατάβαθα
πλημμυρισμένη
από απέραντη ευτυχία.
Φωνή Αέρινη σκορπούσε
το Θαύμα της Ζωής Μας.
αψεγάδιαστο
απ’ των ανθρώπων τα πάθη.
Χιλιάδες εικόνες γέμισαν την ψυχή μου,
Αμβροσία και Νέκταρ σου προσέφερα
Δώρα χαρισμένα στους ανθρώπους
η Αιώνια Αγάπη Σου.
όσο κι αν μοιάζει μύθος,
να χύνεται μεσοδρομίς
της εργατιάς το πλήθος,
για να γκρεμίσει με ορμή
του άδικου τα κάστρα
κι η θέλησή του νιας ζωής
να ξεπροβάλει πλάστρα.
Κι εσύ που μυστικές φωνές
ακούς, ποιητή, στοχάσου
και της καινούργιας εποχής
τα βήματα αφουγκράσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου