βουβὰ τὸν ἴσκιο σου ἕλιωνες στὴν πολιτεία τῶν τάφων.
Ἐδῶ σὲ θάβουν ζωντανὸν ἂν θέλεις νά ῾σαι τίμιος.
Παιδὶ σὲ χτίσαν, γέρασες χωρὶς σταλιὰ νὰ ζήσεις.
Μῆνες καὶ χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι ὅλο ἡ πηγάδα βάθαινε κι ἀψήλωνεν ὁ τοῖχος,
παρηγοριὰ καὶ μάθημα φτωχολαοῦ δεμένου.
Καὶ μίαν αὐγὴ ἀνοιξιάτικην, ποὺ ἀνάκραζεν ἀγάπη,
τρυφερὰ σ᾿ ἀγκαλιάσανε οἱ ἀδερφομάχοι ἀγγέλοι
καὶ σὲ φορτώσανε. Κανεὶς δὲν ἄκουσε τὰ βόλια.
Καὶ τώρα, μέσα στὸ σωρὸ τὰ κόκαλα, μὴν ψάχνεις
νὰ ξεχωρίσεις τὰ δικά σου: εἶν᾿ ὅλα καθενοῦ!
Ὄχι συμπόνια, κλάμα, ὀργή. Ντροπή σου, μάνα Ἑλλάδα!
σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Bοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.
πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.
Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες....
Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.
Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.
Γι' αυτό κ' η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ' η αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν' αλλάξω
διαρκούσαν δύο εβδομάδες το πολύ.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…
τότε που μου χαμογελούσες.
έζησα όλη τη ζωή.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου