και γύρισε και κοίταξε το μανιασμένο πλήθος.
Χασκογελούν τα μάτια του, τεντώνει τη σιωπή του
και το μυαλό του το ’συρε στον παιδεμένο λόγο
π’ αντιβοούσε σάλαγο στ’ ανθρώπινα τα πλάτια.
«Πού να ‘ναι αυτός ο λυτρωτής και σταυρωτής να γένει
του δαίμονα που κούρσεψε τη λευτεριά της σκέψης
και σέρνει ανθρωποθάλασσα πίσω του σταυρωμένη;»
μα τα καρφιά του του ‘μειναν στα χέρια του σπαθιά,
βαθιά αυλάκια μαχαιριές το αίμα του να χύνουν
και τράβηξε τη σκέψη του φιδόκλεφτα στη ρήση.
«Σταυρός που για το θάνατο του Άγιου θα στηθεί,
κατάρα φιδοβύζαχτη να πέσει στους μαστόρους
και τα καρφιά του σταυρωτή φαρμακερά μαχαίρια
να μείνουνε στα χέρια του να λιώσουν το κορμί του».
μα η ψυχή του άδειασε και στέγνωσε ο νους του.
Βουβό το πλήθος μάκραινε στη λασπωμένη στράτα,
πομπή αμοιρολόγητη, σκυφτό ανθρωπομάνι
κι απολιθώθηκε θυμούμενος την ξεχασμένη κρίση.
«Τη λευτεριά μην τη μετράς με το δικό σου δίκιο,
το χρέος σου όχι με τη βοή και τ’ αδέσποτο το πνεύμα,
παρά με την ανάγκη τ’ αλλουνού και της ζωής τα πάθη».
μα βάρυναν οι ώμοι του απ’ του σταυρού τον ίσκιο
και σύρθηκε αποσυνάγωγος στην κρύα μοναξιά του.
Ανομολόγητη του κόσμου η ενοχή και η σιωπή δική του,
η πλάνη ερώτημα βαθύ κι η γνώση απορία
καθώς οι επευφημίες κόπασαν και δαύλισε ο πόθος
για το ξαστέρωμα του νου ,τη λευτεριά της σκέψης.
Αντάμα με τους πολλούς ο λόγος και χωριστά η ευθύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου