Αδίστακτος και τόσο φθονερός.
Γαντζώνεται με τα νύχια του.
Σε κορμιά ανθρώπων ανήμπορων.
Που δε μπορούν να σωθούν.
Από το μένος του.
Και κάθε τόσο σαν φονιάς.
Περιφέρεται ανάμεσα σε λαούς.
Μεταμφιεσμένος.
Ντυμένος τάχα καλοσύνη.
Μα στα μουλωχτά πόλεμο και φωτιά.
Πουλάει στυγνά και κυνικά.
Άναρχος ο κόσμος μας.
Και μείς μαζί του όλοι συνένοχοι.
Όλοι εμείς που τάχα νοιαζόμαστε.
Απ τη βολή του καναπέ μας.
Μονό να κριτικάρουμε αντέχουμε.
Μόνο να σχολιάζουμε ξεθαρρεύουμε.
Μα σαν έρθει η ώρα.
Να πράξουμε.
Μια κουβέντα μόνο σαν σκέψη ξεχύνεται.
Από τα χείλη μας γεμάτη δειλία.
Εγώ θ’ αλλάξω τον κόσμο…
Ο κόσμος είναι κόλαση…
Εγώ δε μπορώ να κάνω τίποτα…
Κι έτσι ο καθένας μας…
Κουρνιάζει στην αφόρητη σιγουριά του καναπέ του…
Περιμένοντας από άλλους…
Να λύσει το πρόβλημα που όλους εμάς…
Απόλυτα μας αφορά…
Κατηγορούμε το κράτος γιατί είναι ανάλγητο…
Γιατί είναι αλύγιστο και απρόσωπο…
Μα πως να μην είναι…
Αφού εμείς οι ίδιοι είμαστε το κράτος…
Εμείς πια πρώτοι αφομοιωθήκαμε από το τίποτα…
Αποδεχτήκαμε το αναπόφευκτο…
Εξοικειωθήκαμε με τη βία και το θάνατο…
Και ζητάμε ανόητα ισοτιμία και ειρήνη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου