Είναι η παραλία μου στεγνή
Πού πήγαν τόσες θάλασσες ;Γράφω
Είναι οι διάδρομοι στενοί
Πώς να χωρέσει το εγκυμονούν ποίημα ;
Γράφω
Είναι τα παράθυρα επτασφράγιστα
Από πού να σκαρφαλώσει ο πόθος;
του μυαλού μου
Σε περιμένω να κόψεις τα σίδερα
Να φοράς γάντια
Δεν μου αρέσει να αναγνωρίζουν οι άλλοι
τα αποτυπώματα
μιας παράλογης αγάπης
Περίεργο
Κανείς δεν μου είπε
ότι έχουμε πανηγύρι σήμερα
Αν θυμηθείς
την επόμενη φορά
φέρε μου ένα ημερολόγιο
Πάντα μου άρεσε να κυκλώνω
τις επετείους
χαράς
και αφρόνων αποδράσεων
πρίν τελειώσει το σάλιο στο στόμα
πριν πικρίσουν τα δάχτυλα από τόσα δάκρυα
πριν ακουστεί η σάλπιγγα της μάχης
να χτυπά υποχώρηση
Ξαναγράφω
Επειδή κάθε φορά που η ελευθερία
τολμάει να με κατοικήσει
ήδη ο εαυτός μου
έχει απολύτως συνηθίσει στα δεσμά
ελπίζοντας
να προλάβω τον μέσα άνθρωπο
αποφασισμένα ερωτευμένο
με την ευθύνη του
για αθανασία ....
αισθάνθηκε πως η ζεστή πνοή της Άνοιξης
μπήκε κατ' ευθείαν στην σάρκα της..
Ακούει τα πουλιά να της γνέφουν, να την καλούν.
Τα είδε να πετούν αρμονικά κι ανάλαφρα
και ύστερα της ήρθε να σύρει έναν ξέφρενο χορό
να χαμογελάσει σαν τα άνθη τ' Απρίλη
να μυρίσει το ευωδιαστό το φούλι
να χαϊδέψει τις κίτρινες μαργαρίτες
ν' ακούσει της μελωδίας τον ανθό
που πλέκουν των κοριτσιών τα χείλη στον αιθέρα
με τα λαμπρόξανθα μαλλιά
με τα φορέματα τα μεταξένια και λουλουδιαστά
να θροίζουν ανάλαφρα στην πνοή του αγέρα..
το μόνο που ζητεί είναι δυο φτερά.
Ποιος θα μπορούσε να της απαγορέψει την ευτυχία αυτή
που κάνει το βάσανο τούτο λιγότερο πικρό
τον άνθρωπο πιο λίγο μόνο;;
το' πε και το' κανε
Ωραία !! η ιτιά του ποταμού είναι πυκνή
μα της φάνηκε πως οι πάπιες είναι ακίνητες
και πως το νερό δεν κυλούσε πια..
Είδε μια πόλη θλιμμένη.
έγκλειστος ή έγκυος;
Αν είμαι έγκλειστος
καμιά ανησυχία.
Κατάκλιση
κατάθλιψη
αφηνιασμένο σάκχαρο
ταχυκαρδίες.
Αν όμως είμαι έγκυος
τι κάνουμε;
Το υπερηχογράφημα θολό.
Ενδείξεις πολλαπλής κυοφορίας
χωρίς αναφορές
φύλου ή χρώματος.
Το μόνο σίγουρο
εγκυμονώ κινδύνους.
Απαραιτήτως
διαβατήριο ανοσίας.
Σκεφθείτε να γεννήσω αντισώματα
αντί σωμάτων;
Δεν ήταν αρκετό που όλο το βράδυ
στον ύπνο μου σ΄ονειρευόμουν.
Μόλις ξύπνησα, με τη φαντασία μου
εφόρμησα στο στόμα σου κι ατέλειωτα το φιλούσα.
Με τη φαντασία μου εφόρμησα
να προσεταιριστώ την ικμάδα σου.
να σε λατρεύω.
κρυμμένη μουσική στα ροζιασμένα
δάχτυλα του μεγάλου μαέστρου!
Στους δρόμους, στις πλατείες,
στα καλντερίμια!
Οι ήχοι τρέχουν, οι ήχοι χάνονται!
Χώμα βαμμένο κόκκινο, χώμα
νοτισμένο από πύρινες σταγόνες!
Αρχαία ρώμη, αρχαία Όνειρα!
Όνειρα χαμένα, πεταμένα στις
γυάλινες σταχτοθήκες μακριά στο
σκυθρωπό φυλάκιο!
Την φυλακή των Ονείρων!
Σε λίγο αρχίζει η συναυλία!
να στήσουμε μία σκηνή
χωρίς κωδικούς κίνησης
θα είναι η μόνιμη κατοικία μας
θα τρώμε φρούτα του δάσους
σε ποταμάκια και λίμνες
θα κάνουμε μπάνιο
σαν πουλιά θα ζευγαρώνουμε
θα ζούμε στον επίγειο παράδεισο
θ΄ακούμε τον Απόλλωνα
να παίζει λύρα
θα δούμε το Διόνυσο
με την ακολουθία του
λιβάδια με λουλούδια
θα είναι η επικράτεια μας
θα ζήσουμε τ΄όνειρο
για λίγο καιρό
για ένα αιώνα
κι ύστερα
θα μετακομίσουμε κι εμείς
στις κορυφές του Ολύμπου.
μέσα στα άλικα τα φύλα της καρδιάς,
λόγια κι ευχές, λουλούδια μυρωμένα
που τα ‘καψε ανοιξιάτικος βοριάς.
και τα κρατούσα σ’ εφτασφράγιστο συρτάρι,
ήθελα να ’τανε τραγούδι για τα χείλια,
κατάδικο σου άλλος κανείς να μην το πάρει.
πνοή αγέρα που τον πόνο παρασέρνει,
που με αγάπη όλα τα κάνεις και προσμένεις,
μια διαδρομή μακριά, λουλουδιασμένη.
μου σκόρπισε τις νότες στον αγέρα,
μ’ άφησε στου φευγιού σου το μεθύσι
και πια δεν νοιώθω, τι θα γίνει παραπέρα.
σβήνουν κάποτε σαν ίσκιοι,
ψυχών φτερουγίσματα
ταξίδι αδιάκοπης φυγής
η φθορά,
σιγοσβήνει το γέρμα,
ελπίδα που περνά στο αίμα,
χαράς λυγμοί,
κύματα μελωδίας πόνου
ίδια η φύση που γεννά
αεράκι ίδιο η ζωή,
που ανασαίνει και πάει
πεταλούδες του έρωτα
στο θάνατο που περιμένει,
βυθισμένοι οι ορίζοντες
στο δέος…
Νάμα ότι καλό
αποχτήσεις στους χρόνους,
η μόνη τιμή που αξίζεις
να συναντήσεις το αιώνιο.
τ’ ασημένια φιλιά,
οι αβάσταχτοι πόθοι
σηκώσανε φωνές,
νεφέλες αταξίδευτες
σαν απαλές ψυχές!
Και να μικρό πουλί σε κλουβί κατάμονο.
Και να ολόγιομο φεγγάρι σε σύννεφα κρυμμένο.
Και να η έρημος, αναγκαστική απραξία.
Δοκιμάζουμε τα φτερά μας.
Μα να κλουβιά, παράθυρα, γέφυρες,
ο σύντροφος που αγρυπνά.
Να και το σπίτι σιωπηλό στον ίσκιο τ’ ουρανού.
Και να ο πέτρινος χρόνος,
και να η δοκιμασία,
και να το πρωινό άστρο,
το εμβατήριο της θάλασσας
σε ρυθμό εαρινής συμφωνίας.
Και να ανυπόταχτη η πολιτεία,
σε ανάρρωση….
Και να πάλι το πουλί δοκιμάζει τα φτερά του.
Και να πάλι στο κλουβί αποκοιμιέται ...
Ρούλα Τριανταφύλλου
στο αρχαίο σπίτι .
αυτό που όλο γκρεμίζεται αλλά ποτέ δεν πέφτει
και θα σταθώ εκεί ακίνητος
να βλέπω τους παππούδες στους τοίχους
να βλέπω τις κασέλες με τα μάταια κεντήματα
και την μισάνοιχτη ντουλάπα με τα ρούχα των πεθαμένων
και θα είμαι γέρος και παιδί μαζί.
μιλούν μεταξύ τους, καθαρίζουν χόρτα
κάτι ψάχνουν στις αποθήκες.
γιατί αυτό θα πεί να εισαι πεθαμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου