και η θάλασσα να ροκανίζει την ακτή
πεδίο αδέσμευτο ο Παράδεισος ανέκαθεν
άδειες σκέψεις περπατούν-σαν τον Ιησού- στο νερό.
δυσκίνητη ξαπλώστρα μου
πεπρωμένο είσαι.
Πεπρωμένο είσαι, ω κράτος της ανάγκης,
(εμφανίζεσαι εδώ σαν σερβιτόρα).
Φέρε τον καφέ μου της παρηγοριάς!
Άφησέ με μόνο
με το αμείληκτο ερώτημα:
“εσύ τι έφερες”
“από το τάλαντο”
“που σου παρέδωσα;”
-Να μιλάς
σαν καλοκαιρινή βροχή
όπως
η χειμωνιάτικη
λιακάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου