έγειρε το κεφάλι πλάι.
περίγυρα τ’ αγκίδια,
το βλέμμα ακατάλυτο, θολό,
αγιομένο, καταλάγιαζε πέρα,
μακρυά στη μουχρωμένη αχλή
του γκριζομένου Γολγοθά
ψάχνοντας να βρει το ΦΩΣ!..
Μα, είχε χαθεί
πίσω απ’ τις ομίχλες,
των ανθρώπων την άγρια
παγωνιά. Χαμήλωσε
μισόκλειστα τα βλέφαρα,
πονούσε, κάτω απ’ την
ανάλαφρη, αγέρινη σκεπή
το αίμα στάλα-στάλα,
της μάνας του τα δάκρυα
αργόπηζαν στο κρανιωμένο χώμα.
Των στρατιωτών το
περιγέλασμα, του όχλου
η ανατριχίλα,
έτσι ως τα ’νιωθε κεντρί
βαρυκριμάτιστο
να διαπερνά το νοτισμένο του κορμί,
φάνταζε μες του ιδρού
τα ματωμένα μούσκια.
Θώρησε προς τον ουρανό νοσταλγικά,
ήθελε να δει το λιόγερμα,
την Ιεριχώ, πλάι στις όχθες της
Γενησαρέτ τις γαληνές
απόχρωσες, τ’ άγια Ιορδάνια ρείθρα.
Εκεί, που επίγειος χορηγός
καλόδεχτα απάλυνε τις ανομίες
τις αρίφνητες.
Εκεί, που χερουβικά θεόπνευστα
άρτυσαν το θείο λόγο
με το μέλι της Ειρήνης και της
φρόνησης.
Σε λίγο, η ουρανική οργή,
το μουγκρητό τ’ ανέμου,
σπάζαν το φράγμα της σιωπής.
Δυο δακρυνά ανάβρυα
κρυσταλλένια, κύλησαν
στα χείλη π’ αλαφρότρεμα
σφιχτόζωναν τον πόνο και την
Πίκρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου