Στη στάση του λεωφορείου
Ακουμπούσε στον πάσαλο της ηλεκτρικής
Το κουρασμένο του κορμί
Με μια τυρόπιτα στο χέρι
Με μεγάλες μπουκιές
Καταβρόχθιζε βιαστικά τη ζωή που τον ξέχασε
Τώρα που ξαναντάμωσαν
Που βρέθηκε εκείνος ο κάλος άνθρωπος
Και του πρόσφερε την ζεστή αγκαλιά της
Όρμησε μέσα μην ξεγλιστρήσει
Και του ξεφύγει και πάλι
Και η μοναξιά δεν αντέχεται
Το γνώριζε αυτό από πρώτο χέρι
Δυο μέρες ήταν νηστικός
Δυο μέρες αμίλητος
Αγέλαστος
Τώρα η όψη του προσώπου του φωτιζόταν
Από μια μαγική λάμψη
Που λες και ανέβλυζε μέσα απ’ τις σάρκες του
«Σ’ ευχαριστώ κύριε» ψιθύρισε μπουκωμένος
Όταν σταμάτησε το λεωφορείο
Απευθύνονταν στον άγνωστο που του πρόεφερε την τυρόπιττα
Που του χάρισε τη ζωή
Αυτός μπαίνοντας στο λεωφορείο του χαμογέλασε
Ένα χαμόγελο που έβγαινε αβίαστα απ' την ψυχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου