«Στάχτες» / Νίκος Βαρδάκας
Όταν με νιώσεις να γεννιέμαι απ΄τις στάχτες
θα θυμηθείς πώς με πέταξες στις ράγες.
Όταν με βρεις μέσ’τις τσέπες σαν χαρτί
που το έσκισες γελώντας, θα ξεφύγω απ΄την ντροπή
κρατημένος απ΄του ονείρου τους ιμάντες.
Όταν στην άκρη μιας αυγής, γίνω λουλούδι που
ανθίζει εκεί θα είσαι η αρχή, σε ένα δρόμο που
τελειώνει η ζωή.
αναζητώντας περιπατητές, διαδόχους."
εκείνα που ζήσαμε αλλοπρόσαλλα μες στο χρόνο
που έχουν δυσάρεστα καρφωθεί στο μυαλό
και γίναν ανοιχτές πληγές
δεν γίνεται για καλό
Βασανίζεται ο άνθρωπος
γιατί είναι ανίσχυρος κείνη την ώρα
Κάνει άσχημο ύπνο, τυραννικό
κι όταν ξυπνά το πρωί
δεν έχει κέφι για τίποτα
και ν’ αναστατώνεται η ζωή του;
Απλά, θα ήθελε να βλέπει όνειρα
για κείνα που θα του άρεσε να ζήσει
που συνέχεια του ξεφεύγουν
κι έρχονται στον ύπνο του σπάνια
κανείς δεν θα ήθελε να ξυπνήσει
και θα επιθυμούσε ο ύπνος να παρατείνονταν
γιατί είναι τόσο γλυκός…
μέσ´τη γαλήνη του πρωϊού...
λίγοι διαβάτες -ζωής πελάτες
μιας πολιτείας, σε πασπαρτού....
Σε μι' άκρια στέκει- παιδί με τσέρκι
μέσ'το σοκάκι του φαναριού...
της φύσης κλάμα- βουβό του νάμα
ποιός θα δακρύσει για του χαμού....;
Ιός ανίατος -θανατηφόρος
είναι στα μάτια μας ο Εγωϊσμός
σαν επιτρέψαμε -την ύπαρξή του
μείναν χαλάσματα και οδυρμός....
Ο Μάης μπαίνει- η Φύση ραίνει
με ευωδιές της από Παντού...
μικρός μας κόσμος- ανάσας δυόσμος
ο ήλιος λάμπει παντός καιρού...
κυκλωτικός μας -χορός δικός μας
μ'έρωτα σφύζει του μελισσιού
με γύρη ορίζει -να Διανθίζει
όσους οσφραίνονται τον πηγαιμό...
σε σκονισμένα χαλάσματα
και σε ναυάγια
που ψάχνουν φως,
μιας λιτανείας παρήχηση
λαβωμένων αποχαιρετισμών,
μια διαδρομή έξω από τις ράγες.
Σκηνές από μέρες που πέρασαν,
της ανίερης σιωπής
που ανασαίνει δίπλα σου,
της γυναίκας που έφυγε,
της ερημιάς
που τρέχει καταπάνω σου.
Στης νέας αυγής τον προθάλαμο,
σ' εσένα που αύριο
θα ‘ρθεις ντυμένη
με την κυριαρχία της άνοιξης,
αναβοσβήνω τα μάτια
και ντύνω την ψυχή μου
φορώντας τα δάκρυα σου.
όταν θροΐζει ο χρόνος κι ανάβουν
λάμψεις από τα σπέρματα
των άστρων, πάρε στις χούφτες σου
της μοίρας τα υπάρχοντα
κι έλα να χορέψουμε πάνω
από τα θρύψαλα του κόσμου.
τα πουλιά μεταναστεύουν
στο άφρισμα της φαντασίας
να στροβιλιζόμαστε,
χαμένοι στους ορίζοντες έτσι
μας θέλει η ζωή,
ο έρωτας και ο θάνατος
αγκαλιασμένους,
στου παραδείσου το ύψος
στην άβυσσο του σύμπαντος.
τι είναι αυτό που μας κάνει
να αγαπιόμαστε με τόσο πάθος;
στο σπίτι το σκοτεινό
τα έντομα στο χρώμα της σχιζοφρένειας
γκρίζους τους τοίχους
να εκπέμπουν , πάλι και πάλι
τον πόνο του ανέμου
κι ένα πιστό σκυλί
πρόσφυγας στο δρόμο του φεγγαριού
να τρώει τα κόκαλα του παρελθόντος
είναι μια σκηνή
που ζει και ξαναζεί
και θυμάται τις αγωνίες και τους φόβους
στην πρώτη πτέρυγα
του παρόντος
οδυνηρού ποιήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου