που άλλο ποίηση πια δεν γραφουν.
Θες να τους νίκησε η εποχή
θες τα μέγα επιτεύγματά της;
που στέλνανε ταχυδρομικώς
τα βιβλία και τα γραφτά τους.
Που δεν ανοίγανε συντακτικό ή λεξικό
πήγαζε η ρίζα και ορθογραφία της λέξης
από μέσα βαθειά τους.
που αποκλήρωσαν την καρδιά τους.
Σαν δωρητές οργάνων την εξαργύρωσαν σε λαική
ούτε καν για τριάντα αργύρια δεν την πούλησαν
με μίσος
την πέταξαν στον πάγκο.
από δυνάμεις αοράτους και καταχθονίους
όπως ιεραπόστολος που τριγυρνά απέλπιδα
στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου
κυνηγημένος από τον εναργή
κι ανομολόγητό του πόθο για τη νεαρή
ενορίτισσα με τα εωσφορικά χείλη
και τα αγγελικά μάτια
που εξομολογεί κάθε βράδυ
πριν ο ύπνος τον οδηγήσει
στις μυστηριακές του ατραπούς.
ο διαπρύσιος ιεραπόστολος
κήρυσσε μπροστά σε ένα ευλαβικό
ποίμνιο κανιβάλων
που τον σούβλιζαν με ξέφρενους αλαλαγμούς
ψάλλοντας εκστασιασμένοι
“… την σάρκαν ημών την επιούσιαν…”
ετοιμάζοντας κατανυκτικά
το πασχαλινό τους δείπνο.
μες στον ορυμαγδό της νεκρικής σιγής
“… το σώμα μου καίγεται
για χατίρι σου…”
της νεαρής παρθένου
που εξαγνιστικά τον απανθράκωσε κι επιτυχώς
κάθε βράδυ πριν αποκοιμηθώ
αποπλανεί λυτρωτικά κι εμένα.
Μες σε φτηνά ξενοδοχεία και σταθμούς
ξοφλάμε την καρδιά με αυταπάτη.
Σιχάθηκα θεούς.να πλάθω
αμαρτωλούς..
Σιχάθηκα να βλέπω δίποδα θεριά
να μένονται για χρήματα και θρόνους.....
Σιχάθηκα ποτάμια αίματα
να βλέπω.....σκοτωμούς
Τα γόνατα κόπηκαν στο καντήλι.
Επίσκεψη ανίερη, είδηση για πλήγμα.
Ένα τσαντάκι ξένα κόλλυβα
και μια ευχή για αντίδωρο.
Να ειδικευτώ στην εκταφή.
Στους ψυχαναγκασμούς,
ο φόβος είναι κόλακας.
Τον εξωθούσε η μεσάζουσα βαρύτητα,
ό,τι τον ρίζωσε στα ξένα ,
ό,τι του 'σφάλισε τα φρένα.
-όμως-
να δέρνει το στριφτάρι που του πρόσταξαν να πάρει για ευχή του.
Τα σύννεφα να μεγεθύνει,
τα ασπράδια των ξέβαθων.
που ζει μες στην πολυχρωμία του λευκού του,
χωρίς να μπορεί να δει τον εαυτό του.
Χωρίς να τον πιστεύει...
και πείθεται με όποιον τυχαίο έβρει να του πει :
Έγινε πια φυλακή το σπίτι
Την ποινή μας εκτίουμε,
χωρίς να ξέρουμε για
πόσα χρόνια
οι τέσσερις τοίχοι τη ζωή
σε απόγνωση θα κρατούν
Ούτε τις αντοχές ρωτήσαμε
πόσο ακόμα βαστάνε
Αιώνας οι μέρες
Κάπου κάπου
φως χαραμάδας ξεπροβάλλει,
να μας θυμίζει
πως έξω ακόμη άνθρωποι περπατούν
Κάποιες σελίδες δεν άντεξαν
και χάσαμε την αρχή της ιστορίας
Διαβάσαμε μόνο το τέλος
Από τότε ψάχνουμε…
Καταφύγιο μας μια χούφτα τραγούδια
σε ένα ξεχασμένο
ξεκούρδιστο γραμμόφωνο
Κρίμα, που δεν προλάβαμε
να αγαπήσουμε και πριν προλάβουμε
να ζήσουμε πεθάναμε
Εδώ τελειώνει η στροφή
και σβήσαμε
μια ακόμη μέρα
από το κιτάπι του αιώνα…
κι είπα ένα βράδυ βουβάθηκαν
μέχρι που το μεσονύχτι χτύπησε τη πόρτα επισκέπτης
και κείνος μου έδωσε στη χούφτα μου τη λάσπη απ΄ το ράμφος
κι έσταζε το πανωφόρι.
Μάτια που πνίγηκαν στους ξεροπόταμους της μνήμης
Δάκρυα που ύγραναν χάρτινα καραβάκια.
Απλώς μου είπε μην μιλάτε
με τη λάσπη μου ένα σπίτι για να μείνω
κι ένα στίχο για να κελαηδήσω
Τον Αρχιμήδη στις Συρακούσες σημάδεψα,
σαν μετρούσε αφηρημένος πάνω σε κύκλους
τον λόγχισα, του κλώτσησα το κεφάλι, αυτό
που ανακάλυψε τηλεβόλα, τροχαλίες, κάτοπτρα,
και μας έκαψε τις τριήρεις και μας ταπείνωσε.
.
Εμείς, λίθοι και πλίνθοι και ξύλα και κέραμοι
ατάκτως ερριμμένα και ουδέν εστι παρά χάος.
Αυτοί, μετράνε καμπύλες, διάμετρο ήλιου,
άνωση, ηλιοστάσια, πλανήτες, το υπερπέραν.
.
Κι ενώ πίστεψα πως εξόντωσα τον Αρχιμήδη,
ορμά το παιδί του, ο καταραμένος αριθμός ‘π’¹,
έξω απ’ τον κύκλο, ασυμμάζευτος ταραξίας,
ελίσσεται, πηδάει φράχτες, βουτά στο κύμα,
κυλά σε αυλάκια του νου, σε φλέβες και νεύρα,
σκαρφαλώνει σ’ ένα τιτάνιο δένδρο, να τον,
εκτοξεύεται σε απόμακρο Γαλαξία, σαν Θεός
και νεύει στο παιδί μου, καθώς μαθαίνει Ελληνικά.
κίτρινες μαργαρίτες πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρούνες στο τιμόνι σου,
μικρή μου ποδηλάτισσα,
πυξίδα στεφανώνουν.
Και πώς να μη γυρίσεις;
Τα καστανόχρυσα μαλλάκια σου
χαίτη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπάζουν μες στην αγκαλιά μου.
Έβγαλαν τα καρφιά
Τον πλένουν.
Μεσάνυχτα! Αποστρέφεται απόψε το κοντύλι
Διαβάζει από τον κώδικα που όλη την εβδομάδα αντέγραφε
Φέρνουν τα μύρα
"Και ο καιρός ήταν πολλά καλός. Βράδυ και μοναξιά".
Όπως απόψε.
π’ ανακλά τα μύρια πρόσωπα σου,
άσε μας να δούμε επιτέλους τ’ αληθινό σου
και πες μας καθαρά
ποια ευλογία ή κατάρα σε κατατρέχει,
τι είναι οι στίχοι σου;
λυγμοί ή γέλιο
έρωτας ή απόγνωση
στεφάνια ταφής ή στεφάνια Μαγιάτικα
ήλιοι ή φεγγάρια
ψέματα ή αλήθειες
λόγια Θεών ή των Διαβόλων
ψιθυρίσματα ή ουρλιαχτά;
Ποιητή, γιατί έχεις πρόσωπο κέρινο
κι οι φλέβες σου στέρεψαν από αίμα,
μήπως γιατί η κάθε λέξη σου είναι και μία γέννα;
κλεισμένους μες στα σπίτια μας.
Όμως ο Μίσια δεν το δέχεται, θέλει να βγει.
Με τραβά από το χέρι, πηδά γύρω μου,
δεν μπορώ να τον αγνοήσω, αυτός έχει την άδεια
για μια βόλτα στη γειτονιά.
Βγαίνουμε
και πέφτουμε πάνω στην άνοιξη που δεν γνωρίζει
από κλεισούρες και θανάτους, αφού αυτή
κάθε χρόνο ανασταίνεται και προχωρά.
κάτι λόφοι με στενά περάσματα και βράχους
πάνω από γκρεμούς, πλατώματα με άγρια χόρτα
που ανεβαίνουν ψηλά και μας σκεπάζουν.
Κι ανάμεσά τους κόκκινες παπαρούνες,
κίτρινες μαργαρίτες και θάμνοι ανθισμένοι
με κάτι ωραία μωβ, κίτρινα, πορτοκαλιά
και άλλων χρωμάτων πανηγυρικά λουλούδια.
που γέμισαν με κόκκινους και ροζ ανθούς
και ακακίες που σκεπάστηκαν με το χρυσό
και λάμπουν βαρυστόλιστες κάτω απ’ τον ήλιο.
και τα στενά περάσματα τα ανθισμένα
που τα γνωρίζει ο Μίσια τόσο καλά
από τις νεανικές του δραπετεύσεις.
που στη ζωή μας μια μια τις άνοιξες μετρούμε,
να μην τη χάσουμε αυτή, μια τέτοια άνοιξη,
και να ’ναι ο λογαριασμός λειψός στο τέλος.
και στ´αλλο το δοξάρι,
και την χαρά την καρτερώ,
για νάρθει να με πάρει.
τα βήματα σωπαίνουν,
ποιός ξέρει της ζωής,
τα νήματα τί υφαίνουν...
στο χέρι κοφτερό μαχαίρι και καρφώνει,
αίμα δεν βγάζει,κρύσταλλο παγώνει,
χολή ξεχύνεται ,τα σωθικά τα λιώνει.
στα δύκτια της μπλέκει,
σημάδι δύσκολης ζωής,
κτυπά αστροπελέκι .
στέκει χαμογελάει,
η λύπη αντιστέκεται,
εξήγηση ζητάει...
στον θρόνο νά καθήσεις ,
σκορπάς γέλιο ,χαμόγελο,
κι όλους να ευθυμήσεις...
και στην ψυχή γαλήνη,
να ζεί καλά ο άνθρωπος,
όχι να αργοσβήνει..
μεγάλη πανδημία,
σκόρπισες φόβο στην ψυχή,
μεγάλη αγωνία...
βλέπω φώς ,θα διώξει το σκοτάδι,
νά ζήσει ο κόσμος με χαρά,
πριν να βρεθεί στον Άδη.
φτάνει λύπη και κλάμα,
η πίστη τών Χριστιανών ,
θα κάμει μέγα θαύμα!
τον δρόμο σου προχώρα,
να βρεί ο κόσμος την χαρά,
να ζωντανέψει η χώρα!
Αλλότριων Δυνάμεων την έλευση αισθομένη
Που μόνο σύγχυση και σκότος θα φέρουν
Αλίμονο! μόνο της αμαρτίας η ζοφώδης γεύση
Εγχέεται από ολέθριο στόμα
και αν δεν γίνει ποτάμι στεναγμών και δακρύων
πώς να εξιχνιαστούν οι άβυσσοι των κριμάτων μας;
Γονατίζουμε με συντριβή καρδίας
Μπροστά στα Άχραντα πόδια Σου
, μην απορρίψεις Κύριε την ικεσία μας,
λυπήσου και στείλε το άπειρον έλεος σου..
Ουτ ενα κιss δεν μουδωσε
Πασχαλινο η Λιτσα.
Ουτε μια τοση επαφή.
Ούτε μια αγκαλίτσα
Στα δύο μέτρα, όρθιο
και ξαπλωτό με έχει
και σαν ζητήσω κάτι τις,
με στελνει κει που..βρεχει
Μεσα σ αυτο το μπάχαλο,
σε τουτη την κατασταση,
να νοιωσω ηθελα κι εγω,
πως μου ρθε η..Ανασταση
Εμε ,που μ ειχε παντα της,
μεσα στους αντρες κάλλιστο,
μ άφησε αναφιλιτο,
μ άφησε αναγκαλιαστο.
Αληθεια, τι της ζήτησα!
Μια τόση δα αγκαλη.
Λιγη βενζινη κινησης,
στο σωμα μου να βαλει,
να δω, εαν η μηχανη
στην αποχη την τόση,
παιρνει μπροστά όπως παλιά
ή μπας κι εχει..μαγγώσει.
Μου πε, απαγορευεται..
τοιουτα να ποιώ ,
μέχρι να εξωρισουμε
τον κορωνοϊό ,
μα μέχρι να κτυπησουνε ,
της λυτρωσης καμπάνες,
μπορει και να χρειαζομαι,
αντι τοιουτον.. πάνες
Της δόξας “ωσαννά “ ακόμα να ηχεί “
Στο σήμερα όπου οι Πιλάτοι σε δικάζουν
Ο όχλος να σε καταδικαζει
αλαλάζοντας
“Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν “
Κι ας η φωνή της αθωότητας
πνιγμενη στο δίκιο .
«κάποιου περασμένου καιρού .
Τότε που περίμεναν από εσέ το θαύμα
Τωρα στα δεσμά χαμένη η δύναμή σου .
Με την αγάπη να πολεμά
την δίκαια αγανάκτηση
‘οπου η πλακωμένη καρδια
\να αποτινάξει
αδυνατεί
Πνίγεις τον λυγμό στην σιωπή
και το χαμόγελο αιώνια να κρύβει
την λύπη , που μόνος γνωρίζεις .
Δεν θές μάρτυρες
Μόνο η προσμονή ακόμη να ελπίζει
να καταλάβουν θεέ μου
τα πράττουν .
Δίκαια τα θωρούν στην σιωπή σου
όπου στα μάτια τους
διαβάζεις την καταδίκης
κάποιας ενοχής.
Οπου το μόνο της φταίξιμο
να φορτώνεται το βάρος της αμαρτίας
που δεν είναι καν δική σου .
Μόνη στην προσευχή
να καταλάβουν την γλώσσα
της διαφοράς στην δική σου σκέψη.
σαν παραταγμένοι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες
την ώρα της ορκωμοσίας
οι άνθρωποι στέκονται πιο συχνά στα παράθυρα
γιατί νιώθουν να πνίγονται από τη μοναξιά
όπου άλλοτε απλωνόταν θάλασσα πολύβουη
τώρα έρημος απέραντη
που αυξάνει τη δύσπνοια
και ψάχνουν για οξυγόνο
σε άλπουμ παλιών φωτογραφιών
που τις μοιράζονται αναμεταξύ τους
στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
μαζί με φωτογραφίες
θαλασσών και τοπίων
και ψάχνουν μέσα τους
για αποθέματα οξυγόνου
αλλά μόνο κενά αέρος συναντούν
που δημιούργησαν παλιά οι ίδιοι
στην κορυφή της μοναξιάς
ψάχνουν ν’ αγγίξουν έστω
ένα ζεστό σώμα
αλλά ούτε σε απόσταση αναπνοής
μπορούν να βρουν
τίποτα πια δεν είναι το ίδιο
ο χρόνος έχει σταματήσει
και οι άνθρωποι
έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους
στους επιδημιολόγους.
και τα γέμισες καρδούλα μου με φως
καλωσήρθες στη ζωή μου που ήταν άδεια
κι έγινες μάτια μου σκοπός
της Άνοιξης ωραία ευωδιά
ήρθες και ζέστανες την κρύα αγγαλιά μου
και γέμισε η πλάση μυρωδιά
με ευλογία και αγάπη να περνάς
ελπίδα να ξυπνά κάθε πρωί σου
χαμόγελα τους γύρω να κερνάς
και μια σταγόνα δάκρυ.
Άναψαν, σβήσαν σαν κερί
γίναν της μοίρας μου σταυροί
χρυσή βροχή και προσευχή
πα’ στων χειλιών την άκρη
που η αγιοσύνη γίνεται υπόθεση
ακαδημαϊκή
προτιμώ το σμίλεμα της ψυχής
με σιωπή.
Έτσι βρίσκει ο άνθρωπος ένα νόημα,
μέσα στην ησυχία,
όπως όταν ακουμπάς τα μαβιά απογεύματα
στο πεζούλι του ορίζοντα
και κοιτάς από την άλλη τον εαυτό σου
χωρίς ηλικία ή
όπως όταν έξω μοσχοβολά το γιασεμί
κι εσύ στο παράθυρο κοιτάς το φεγγάρι,
μια παρένθεση τρυφερότητας
μέσα στο ανελέητο φως.
τους χειμώνες του κόσμου,
ένα παιδί που του φόρεσαν εν ψυχρώ
ή εν αγνοία του, τη μάσκα του φόβου.
Αναστήθηκε ένας άνθρωπος που ξόδεψε
την ουσία καχύποπτος στον πυρήνα μιας
αβύθιστης έννοιας του Εγώ,του Πρέπει, του Ίσως.
φως μάταια πριν γνωρίσουν το σκότος,
πριν νιώσουν στους ώμους τους το βάρος της γης.
Σκιά στις μέρες
η μορφή σου
επανέρχεται.
Αποβιβάζεται
στην απομόνωση της ύπαρξης
και μου μετρά απ΄ την αρχή
όσα μετανιώνω.
Λάμπω ακόμα με τη σκέψη σου
μα δεν καίγομαι.
Σε ζητώ χωρίς αντίσταση,
κατηγορώ
που δεν μ’ αγάπησα
για να σε ζήσω.
Σε πέρασμα δίχως φως
επιμένει η σκιά σου,
συστήνεται με την αγκαλιά
γεμάτη ενοχές τότε
γεμάτη πείνα τώρα.Μόνο εσύ μπορείς να τη σκοτώσεις.
Μην με σκοτώσεις.
Μπορεί να γυρίσει ξαφνικά και να σου δώσει με λύσσα μια δαγκωνιά θανάσιμη.
στείλε μου μόνο
ένα σπουργίτι
την μερα να μοιρασω
την ωρα σου την σταλαμην
μα τζιαι την καθε σου στιμην
για σε να δκιαμοιρασω
ψυσιη μου να διπλασουν
που τα δικα σου τα φιλια
πλασματα ζα τζιαι ζωντανα
να πιουν να ξεδιψασουν
Τώρα παντού
μόναχα ο φόβος
η αλαζονεία η ευθύνη
η ανευθυνότητα
παλεύουν μεταξύ τους
μονάχα οι Λυσσασμένοι λύκοι με τα χίλια,τους πρόσωπα καθρεπτίζονται
με σαρκαστικό γέλιο,
ψυχροί όπως πάντα αδίστακτοι να σπέρνουν
τον θάνατο ξεδιάντροπα χρωμάτισαν την μαύρη πανδημία
στον ψυχρό φονιά
ξανά ανασυκρότηση
κράτα καλά την λογική αξιοπρέπεια, ανάστημα
για τα παιδιά σου
τους γονείς και τον συνάνθρωπο σου.
Κλείσε την πόρτα
στον ψυχρό φονιά
που σε έκανε παιχνίδι
στα στυγερά και άψυχα παιχνίδια του
άσε τα χρυσόπτερα
όνειρα σου να ζήσουν κρατά εσύ την σφεντόνα
και το τόξο
εσύ τα Ινία της ζωής
σπάσε τους βαμμένους
με αίμα καθρέπτες
το στέμμα του
με αθώες ψυχές
πρόλαβε ίσως το τελευταίο σκαλοπάτι,
σπέρνει φωτιά σβήσε
του θανάτου αγγελτηρίων
Ουρλιάζει θριαμβευτικά Λυσσασμένος
κοίτα μην σε μπερδεύει
Κλείσε την πόρτα ανασυκροτήθου
Όλοι μπορούμε το αξίζουμε μαζί και το χρωστάμε
στα παιδιά μας
Κλείστε την πόρτα
και έσπειρε διχόνοια Κλείστε την πόρτα
στους άδοξαστους
δώσε το φώς
Ζήσε το αύριο
με Ελπίδα..
το παράπονό του‧
μα και η ομορφιά
το προνόμιό του.
σαν ένα λαβωμένο μα αγριεμένο ποτάμι
η πένα εκεί δίπλα μα φοβάται να γράψει
το μακρύ χέρι που την κρατά τρεμουλιάζει
στον πάτο της αποκρουστικής κόλασης
περιμένει να ηχήσουν τα άγια σήμαντρα
να βαδίσει στην ατραπό της γνώσης
ελεύθερα πια στα λιβάδια της αθανασίας
μου πες «χαθήκαμε και πήρα για να δω τι κάνεις»
Το ’ ξέρα όμως ότι έλεγες ψέματα
το διαισθάνθηκα στη χροιά της φωνής σου
σ’ εκείνο το χαρακτηριστικό τρέμουλο
που τη σημάδευε
όταν ακροβατούσες
στο ραγισμένο σχοινί της απόγνωσης
και τώρα αυτό συνέβαινε
αλλά δεν με ενδιέφερε πια
εκείνο το βίαιο βρόντο στην εξώπορτα
σκοτείνιασε το φωτεινό μέρος της καρδιάς μου
εκείνο το ηχηρό αντίο
που ήρθε απ ‘ το πουθενά
και γέμισε τη ζωή μου με αναστεναγμούς
ακόμη με στοιχειώνει
γι’ αυτό με συγχωρείς που δεν απάντησα
στο τηλεφώνημα σου
ήμουνα παρόν,
όμως πλέον απόν για σένα
αγαπημένη μου
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον Iούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο -έστω-
να μην Tον αρνηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου