«Μεγαλώνουμε όταν ξεχνάμε», έτσι μου είπε και δεν ήξερε αν
πρέπει να βάλει τελεία ή ερωτηματικό, κι εγώ δεν ήθελα να μεγαλώσω, όμως ήθελα
να ξεχάσω, γιατί ξοδεύτηκα πολύ να θυμάμαι και τα περισσότερα χρόνια μου ήταν
σκηνοθετημένα, ποτέ δεν κατάλαβα τι βρήκαν στη ζωή μου οι ποιητές και την
έγραφαν ενώ εγώ κοιμόμουν, την έγραφαν κι όταν ξυπνούσα έπρεπε να ακολουθήσω το
σενάριο, ενίοτε ήταν ακατανόητο και πήγαινα στην Πυθία και τις άλλες Ιέρειες,
αλλά αυτές μου λέγανε πώς έχουν πια πεθάνει και δεν μπορούσαν να δώσουν χρησμό
στους ζωντανούς, όμως τους εξηγούσα πώς πεθαμένος ήμουν κι εγώ, έτσι μου δίνανε
ένα αίνιγμα κι έτρεχα στα λιβάδια, γιατί όλα τα αινίγματα είχανε κλειδί την
κόκκινη παπαρούνα, δε θυμάμαι πώς έβρισκα εκεί τις παπαρούνες, όλες τις εποχές
του έτους, γιατί η σκηνοθεσία ήταν διαρκής, μόνο αργά τ’ απόγευμα όταν πλησίαζε
το δείλι με άφηναν να παίξω, ήταν εκεί κάποιοι διοπτροφόροι που έλεγαν ότι η
έλλειψη του παιγνιδιού μπορεί να αποβεί καταστροφική για την απόδοση του έργου
κι εγώ ακολουθώντας τους σοφούς έπρεπε να παίζω συνεχώς, «μεγαλώνουμε όταν
ξεχνάμε», μου έλεγε εκείνη, άλλες φορές ρωτούσε, άλλες φορές το μιλούσε με τη
σιγουριά μιας συντελεσμένης πραγματικότητας, κι ήταν αυτή πάντοτε νέα γιατί ο
πατέρας στερέωσε μια νύχτα τη σκάλα στον ουρανό, καθώς ανέβαινε, «να με
ξεχάσεις», της φώναξε, όμως πήρε η αγάπη την πρώτη λέξη κι έστειλε αλλιώς τη
φωνή του, «μη με ξεχάσεις», εγώ δεν ήθελα να μεγαλώσω κι έτρεχα πίσω στις
ασπρισμένες αυλές, ποιος κλάδεψε φέτος αυτήν την κληματαριά; "φύγε
εσύ", μου έλεγε ο άλλος νέος, "εδώ είναι ο δικός μου τόπος",
έτρεξα τότε στη φωτογραφία της μητέρας, ψηλά στο τζάκι και τότε λύθηκε η
πραγματικότητα και μού 'δωσε το μύρο της λήθης, «μάνα!» της φώναξα, με κοίταξε
μόνο γλυκά κι ύστερα επέστρεψε ξανά στην ανάμνηση, κι εγώ ανέβηκα στη σκηνή,
«τέρμα πια», φώναξα μ’ οργή και ράντισα παντού το τοπίο, όμως δεν υπήρχε πλέον
κανείς πίσω από τα φώτα, στον τοίχο του παλιού αχυρώνα προβάλλονταν σκηνές από
ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, εγώ ξεχνούσα και μεγάλωνα, εκείνη έλεγε «μεγαλώνουμε
όταν ξεχνάμε», σίγουρη πια και γελαστή, της έδειξα τότε κι εγώ στον ουρανό τη
σκάλα, ήτανε μεσημέρι, έκατσε αυτή στην πέτρα και λίγο ξεχάστηκε, λύθηκαν τότε
τα δεσμά κι άρχισε να μεγαλώνει, κι έμοιαζε η απουσία να γαληνεύει στο σύννεφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου