γράφει Ο Δημήτριος Γκόγκας
Ο φίλος ποιητής Λουκάς Νικολαΐδης κατορθώνει κάθε φορά που μου
αποστέλλει ποιήματά του να σταματά τον χρόνο και η ματιά μου να καταγράφει το
υπέροχο παιχνίδι των λέξεών μέσα στους μεστούς στίχους του. Αδιάκοποι οι ρυθμοί
στα ποιήματά του, πότε ξεφεύγουν σε μονοπάτια που αγγίζουν την Δημοτική Ποίηση
και πότε γίνονται μικρές και μεγάλες σημαίες των προβληματισμών μας. Πάντοτε όμως
κοντά στον άνθρωπο, κοντά σε μας.
Αρχή και Τέλος
Του Φθινοπώρου η ώρα
Ένα Αστέρι έπεσε
Αεροπορικό δυστύχημα
Αντίο Φίλε
Όχι άλλο δάκρυ Σιωπής
**
Ένα
Αστέρι έπεσε
Πίσω από της Δύσης
τα βουνά,
ο Ήλιος
λαχανιασμένος έγειρε,
και έλουσε τον
ορίζοντα
με χίλια- μύρια
χρώματα,
που μόνο το δείλι
τα χαρίζει!
Ώρα, που οι
αισθήσεις οι ατίθασες
με μιας
κεντρίζονται
από την πρόσκληση
για να βρεθούν,
στης ηδονής τα
μονοπάτια.
Κι ύστερα,
το δείλι τη θέση
του άφησε
στην τραγουδίστρα
Νύχτα,
που με την Αύρα της
την απαλή
και τις μεθυστικές
της νότες,
ολόγυρά της σκόρπισε,
τρανότερη Αγάπη.
Και ήταν ετούτη η
ώρα η βραδινή,
ώρα σαγήνης
ακόρεστης μεθυστικής,
και πόθων παρανόμων,
όταν, αστέρι
φωτεινό
ξεκόλλησε απ' του
Ουρανού τη ζωγραφιά
και βρέθηκε στο
κύμα,
τραντάζοντας
συθέμελα
της Φύσης τη
Γαλήνη!
**
Του
Φθινοπώρου η ώρα
Του αλόγου οι
ιχνηλασιές
στο μουσκεμένο
χώμα,
μου
θύμησαν....επιδρομή!
Των αστεριών το
πέρασμα,
μου
θύμησε...φευγάλα!
Του Φθινοπώρου ο
καιρός μου φάνταξε
χαλί ξεθωριασμένο,
που πάνω του,
ανεξίτηλοι χυθήκανε
λεκέδες.
Αντίο ενός
Καλοκαιριού,
γεμάτο αναμνήσεις!
Ο ΄Ηλιος σαν να
μούδιασε,
ξεπύκνωσαν οι
φυλλωσιές,
και
ίσκιος....πουθενά!
Στο γέλιο πιά
απόμεινε
σαν πικραμύγδαλου
στιφόπικρη η γεύση!
Και ήρθε το
πρωτόβροχο,
που όμως δεν
κατάφερε,
της άσφαλτου τη
γλίτσα να ξεπλύνει.
Μπαουλοκάσελα ανοίξανε,
ξεσκονιστήκανε των
μαθητών οι τσάντες,
για να υποδεχτούν
βιβλία και χαρτιά,
σοφότερα από πέρσι!
Ήρθε Φθινόπωρο
μουντό,
που όμως,
θα φύγει, θα
περάσει.
**
Αεροπορικό
δυστύχημα
Ξημέρωμα
Ευαγγελισμού,
εικοσιπέντε
Μάρτη...
Ήτανε μέρα βροχερή,
και σιδερένιο πέταγε
πουλί,
από τη Γη χιλιάδες
μίλια...
Τα σύννεφα έσκιζε
με ορμή
σαν τον πρωτάρη
εραστή,
όμως, του Κεραυνού
τα φλογερά τα φίδια,
παραμονεύανε σε μιά
στροφή,
το ατσάλινο πουλί
για ν' αγκαλιάσουν!
Οι αιθέρες
ανατρίχιασαν,
γεμίζοντας της
χλόης το τραπέζι
φλεγόμενα σιδερικά
κι ανθρώπινα κουφάρια,
καλώντας σε
φαγοπότι ανείπωτο,
κοράκια, γύπες και
τσακάλια...
Κι ο Ήλιος που
εκείνη τη στιγμή
ξαγνάντιζε απ' την
άκρια της Ανατολής,
κρύφτηκε και δάκρυ
έχυσε πικρό,
γιαυτήν του
κεραυνού τη νίκη...
Και, μόνο η Μοίρα
και η Φθορά απέμειναν
χορεύοντας ηδονικά
το μανιασμένο χορό
του Ολέθρου,
γύρω απ' τα
καπνισμένα κόκαλα,
και των σιδερικών
τις μάζες!
**
Αντίο
Φίλε
Ηλία φίλε μου καλέ,
την ώρα που ήρεμα
πίσω Σου
έκλεινες της ζωής
το Αυλοθύρι,
μιά Ανεμώνα σεμνά
αποχαιρέταγε,
της Νιότης Σου τ'
αστέρι...
Θαρρώ, πως Θεϊκή
ήτανε η Θέληση,
και Συ...η
Ανθρώπινη εκπλήρωσή Της!
Νιός, Ολύμπιος
Σταυραετός,
διάβηκες μιάς άλλης
χαράς την Πύλη,
και πέταξες στα
Αψηλά Παλάτια της Γαλήνης...
Τώρα πιά,
δεν Σου χρειάζεται
της μάνας Σου η Στοργή,
το Χάδι του πατέρα,
γιατί με Ασήμια και
Χρυσόσκονη,
Σε λούζουνε τ'
Αστέρια...
Και, ήταν μιά ώρα
δύσκολη για εμάς
η ώρα του φευγιού
Σου,
μα πίστεψέ με, Φίλε
μου,
πως αν μπορούσα
να γινόμουνα πουλί,
στα σύννεφα θα
σκόρπαγα,
του Χάρου το φιλί!
Όμως....
Αντίο Φίλε.
**
Αρχή και
Τέλος
Στου Απείρου το
χώρο,
της ύπαρξής μας
φλέγονται οι Πόθοι,
και, ότι έχει
υπόσταση
έχει και Αρχή,
που φτάνει κάποτε
στο Τέλος.
Έτσι, της γέννας η
κατάληξη,
σε κάποιο μνήμα
βρίσκει Τέλος!
Όνειρο πλανερό
είναι η ζωή,
και ο Άνθρωπος μέσα
σ' αυτό,
πλέει στης Αμαρτίας
τα Άπατα Πελάγη...
Συνοδοιπόροι του
στο διάβα της ζωής,
Ήλιοι,Φεγγάρια και
Αστρικά,
που του μετρούν
Στιγμή- Στιγμή,
της ζήσης του τον
χρόνο!
Ώσπου, ένα Αυγινό ή
κάποιο Δείλι,
όταν η Άνοιξη
ροδίζει
και ο Ήλιος βγει
τη Φύση να φιλήσει,
στης Μάνας Γης τη
μήτρα θα γυρίσει!
Και θα είναι το
Μνημούρι του,
μία ρωγμή στη Γη,
όσο κι ένα Τεράστιο
Μηδενικό,
στον χώρο...του
Απείρου.
Όχι άλλο
δάκρυ Σιωπής
Ένα σμήνος από
βόλια Σιωπής,
καρτεράει της αυγής
το σάλπισμα
την καταχνιά για να
σκοτώσει,
που σκεπασμένα
έχει,
μιας άγουρης γενιάς
τα ονείρατα!
Και τότε,
ο Ήλιος θα στείλει
σ' ένα μαντήλι με φιλιά κεντημένο,
τυλιγμένες φρέσκες ελπίδες...¨
Ένα σπουργίτι που
διαρκώς βολοδέρνει
στον χορό των
αγέρηδων,
θα πασχίσει ν'
αντέξει,
της Μοίρας τα τόσα
χτυπήματα...
Ένα παρτέρι
σπαρμένο με σκέψεις,
θα ρουφήξει με
απληστία,
το νερό μιας
απρόσμενης μπόρας!
Το κυπαρίσσι με τη
στητή κορμοστασιά
που αγναντεύει στου
πελάγου την άκρια,
θα καλοδεχτεί της
Χαράς το καράβι,
που θα ποντίσει στο
μουράγιο
του νησιού της
Ελπίδας,
σκορπώντας απλόχερα στιγμές Ευτυχίας!
Και ο ανέμελος
γλάρος,
λεύτερος πιά,
θα χτίσει τη φωλιά
του την επόμενη μέρα,
στα ριζά του
απόβραχου...
Όχι πιά, άλλο δάκρυ
Σιωπής,
Άνοιξη
Του γιαλού το
λαμπροφέγγισμα,
γίνεται από άστρα
φωτεινά,
κι η Άνοιξη
χιλιόπλουμη,
προβάλει με μύρια
χρώματα
και χίλιες
ομορφάδες.
Ο Μπάτης στο
αλωνάκι της δροσιάς,
κλείνει με νόημα το
μάτι
στα Θεοπαίδια τ'
Ουρανού,
κι αυτά...τον
αντιχαιρετάνε!
Τα ασπροσέντονα της
Χειμωνιάς,
ο Ήλιος χαϊδευτικά
ξαπόστειλε
σε άλλου βουνού
ψηλοκορφές,
εκεί να
λημεριάσουν!
Άνοιξη,
κι ένας Ψαλμός
ακούγεται βαθύς,
της Πασχαλιάς,
θαρρώ, μαντάτο!
Νυφούλα ντύθηκε η
Αμυγδαλιά,
ακόμη και η γέρικη
Ελιά,
με χάρη καμαρώνει,
και φέτος τα
προικιά της.
Άνοιξη,
και ο Ουρανοδρόμος
Στοχασμός,
δραπέτευσε απ' του
Χειμώνα το κελί,
και στο παρτέρι της
Χαράς,
φύτεψε Αγνής Αγάπης
το λουλούδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου