γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Ο ποιητής Λουκάς Νικολαίδης έχει την συνήθεια να μας ταξιδεύει. Δεν
χρειάζεται να έχουμε δίπλα μας ούτε ταξιδιωτικό οδηγό και κυρίως δεν απαιτείται
να έχουμε ανοικτό σχεδόν ποτέ, κάποιο λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Οι εικόνες του, διοχετεύονται με πλήρη καθαρότητα. Δεν
απαιτούνται ειδικές γνώσεις ποίησης προκειμένου να κατανοήσουμε αυτό που
θέλει να πει ο ποιητής. Και εκεί ίσως να αναζητηθεί και η αξία της ποίησής
του, που άλλοτε στάζει μέλι και άλλοτε μας
ποτίζει με μια πίκρα, με μια θλίψη, λες και οι έννοιες των στίχων είναι δικές μας
έννοιες.
Ως «περιηγητής τρίτης ηλικίας» μας μηνά ότι «Στης
Απελπισιάς το Απέραντο Βασίλειο,
εναποθέσαμε
τους Πόθους μας βουβοί» σε κάποιο «Λάβρο μεσημέρι» την στιγμή που ο ίδιος
αφουγκράζεται «.. τις ρίζες του πεύκου..» και ενώ η « απελπισιά» βρίσκεται έξω
από την πόρτα μας, πάντα θα μας θέλγει «…του
γιασεμιού το φωτεινό χαμογέλι, και η απαλή οσμή των ρόδων…» ώστε τα μέσα μας να
γιομίσουνε «.. από Χαρά, Αγάπη κι
Ευτυχία»
Λάβρο μεσημέρι
Εψήθηκε η
θάλασσα στις φλόγες του Καλοκαιριού
τον Αλωνάρη
μήνα!
Στο Αλώνι,
το βαρύβοϊδο
εχόρεψε
σε ατέλειωτης
γιορτής το γλέντι,
μοιράζοντας
αμέτρητα πατήματα
την ώρα που
ξεδιάλεγε τ' άχερο από το στάρι!
Η γλώσσα του
ζευγά
από τη λάβρα στέγνωσε,
και να
δροσέψει έστερξε, χείλη αποξηραμένα...
Καταμεσήμερο,
και στον κάμπο
πέρδικα ελάλησε,
γιατί της
θόλωσαν το λογισμό,
του Ήλιου τα
καυτερά τα βέλη,
και την
οχλαλοή επλάτεψε,
του τζίτζιρα
το αδιάκοπο τραγούδι!
Κι Εγώ, γυρεύω
κάποια όαση
το κουρασμένο
μου κορμί να ξαποστάσω,
των πουλιώνε
ν' αφουγκραστώ τα κρυφοτράγουδα,
γιατί βαρέθηκα
το Γκιώνη!
Παχύσκιωτο να
βρω δεντρί
από κάτω του
να γείρω,
και μιά
δροσάτη γαργαρόβρυση,
τη δίψα μου να
σβήσω!
Κι αφού τα
έβρω όλ' αυτά,
θα πέσω για
Ύπνο Αλαφρύ,
ώσπου ναρθεί
το γιόμα....
***
Φουρτούνα
Αγρύπνιας
Στη φουρτούνα
μιάς αγρύπνιας στυφής,
συνομιλώ με
Δέντρα....και Πράγματα!
Αφουγκράζομαι
τις ρίζες του πεύκου,
και η βουή των
περαστικών...με τρελαίνει.
Των κοψόφτερων
πουλιών η Σιωπή,
σημαίνει
προσμονή της φέξης.
Την άλλη
μέρα,σκέφτομαι
να κάνω σπονδή
ευλαβική,
σε Ήρωες
Πεσόντες.
Ωστόσο, ακόμα
με θέλγουν
του γιασεμιού
το φωτεινό χαμογέλι,
και η απαλή
οσμή των ρόδων!
Γλύφω ηδονικά
ένα κρινόφυλλο,
και η πικρίλα
του...με γοητεύει!
Σήμερα,
όρμιηξα με πάθος
στης θάλασσας
τον πάτο
για να πιάσω
την Αλήθεια απ' τα μαλλιά,
αλλά, Εκείνη ,
λοξοδρόμησε και φεύγοντας εχάθη!
Η Νύχτα
που αλυχτώντας έφτασε,
πιστεύω, πως
θα φύγει χορεύοντας,
κι Εγώ, με τον
καημό πως η Σελήνη
δεν θ' αλλάξει
πλέον τροχιά,
καρτερώ τον
ερχομό της επόμενης μέρας.
***
Η ρούγα των
άστρων
Θέλω κάτι να
γράψω
για τη ρούγα
των άστρων....
Εκεί, που οι
βόγκοι της Σιωπής,
καταλαγιάζουνε
τις έχθρητες, τα μίσητα, τα πάθη....
Όταν ήμουνα
μικρός η βάβα μου,
μου έλεγε πως
εκεί συχνάζουνε οι Άγιοι,
και μέσα από
ένα μάτι Αόρατο,
ελέγχουνε τον
Κόσμο!
Στην ούγια των
καιρών,
εκεί, στη
Συνοικία των Αγγέλων,
ένιωσα ότι τα
Όνειρα αναδεύονται
ωσάν τα
μπουμπούκια της Αμυγδαλιάς,
την ώρα που
απογεύονται της Άνοιξης τ' αγέρι,
και πως
αφουγκράζονται καθημερνά
τον Ύμνο της
βραδινής Χαράς,
των έκθαμβων
ψυχών μας!
Κι όταν τ'
αστέρια την ημέρα κρύβονται
μη τάχα και οι
ηλιαχτίδες τα σκουριάσουν,
δεν χάνονται
εντελώς,
μον'
αναπαύονται προσωρινά,
προσμένοντας
καρτερικά να έρθουνε,
του δειλινού
οι Άλικες οι Ώρες.
**
Απελπισιά
Στης
Απελπισιάς το Απέραντο Βασίλειο,
εναποθέσαμε τους Πόθους μας βουβοί.
Των Ρόδων
οι οσμές χαθήκανε,
και μέσα μας
θύελλα στέργει Ατίθαση,
κυμάτινης
βροχής πορφύρα.
Ο Στοχασμός
Αδύναμος,
μοιάζει με
έρημο γέρικο χωριό,
όπου
ασταμάτητα ζυμώνονται
απ' τους
καυτούς αγέρηδες του Λίβα,
λάσπες και
ξερολίθια!
Λαβωμένοι,
μένουμε
αγιάτρευτοι κι απότιστοι,
και το
ξεροπήγαδο που απόμεινε,
δεν
μπόρεσε...να μας δροσίσει!
Περνάει το
τραγούδι δίπλα μας βουβό,
σαν τη βολίδα
φτάνοντας
στην απέναντι
Αετοράχη,
κι ύστερα
χάνεται και σβήνεται
χωρίς
χρονοτριβή...
Και τότε τη
δροσιά
μέσα από τα
πηγάδια καρτεράμε,
αφού του
Αυγινού τα πρώϊμα αχτίδια
δεν θα
έρθουν ποτέ για να ζεστάνουν,
τις γκρίζες
θλιμμένες μας ψυχές!
Οϊμέ, πόσο
πολύ αργεί,
η Λύτρωση να
έρθει!!
++
Περιηγητής
τρίτης ηλικίας
Με ξάφνιασε
αρχικά,
μια απρόβλεπτη
μπόρα του Απρίλη,
όμως, το
γεγονός το αψηφώ,
γιατί η
γαλήνια πλέον θάλασσα,
με προσκαλεί
επιμόνως....
Και, να μαι,
περιηγητής της
τρίτης ηλικίας,
στου Μπατσί
μιάν απόμερη άκρη!
Ξεφύλλισα
για ώρα αρκετή,
βιβλίο
κιτρινισμένο απ' τους καιρούς,
απομεινάρι μιας
κάποιας άλλης εποχής,
ώσπου να ρθεί
το δείλι,
ώρα, που
κοκκινίζει λες ο Ουρανός
από εντροπή,
μετά από το πρόωρο φευγιό του Ήλιου!
Σε λίγο,
θα ρθεί
και πάλι η Μπρούτζινη Σελήνη
για να
ευλογήσει το Νησί,
σκορπώντας
αφειδώς,
γλυκές και
απόκρυφες Ελπίδες.
**
Ο Ήλιος...μου
γελούσε
Απέναντι από
του τρένου το Σταθμό,
καθισμένος σε
μιά γωνιά του καφενέ,
το τελευταίο
τρένο καρτεράω.
Φτάνει η
Αυτοκινητάμαξα, κι εγώ παρατηρώ,
τους λίγους
φαμελιάρηδες εργάτες,
που με αδειανά
τα χέρια τους
και με
σφιγμένη την καρδιά,
στο σπίτι τους
γυρνάνε...
Μοιάζουνε σαν
να κουβαλούν,
κάποιες
πληγές...αγάπης!
Και τους πονώ,
όπως πονώ,
το τελευταίο
φύλλο που έμεινε,
στο
αποψιλωμένο δέντρο.
Ναι, τους
πονώ, όπως πονώ κι Εγώ,
στην
έρμη....Μοναξιά μου,
ελπίδα όμως
έχοντας,
στ'
αλλεπάλληλα γυρίσματα του Χρόνου!
Πριν στο
κονάκι μου γυρίσω,
πέρασα από του
Έρωτα το σπίτι,
έτσι, μόνο και
μόνο να Του πω,
απλώς μιά
'Καληνύχτα."
Τα μέσα μου
ευθύς,
πλεριάσανε από
Χαρά, Αγάπη κι Ευτυχία!
Την άλλη μέρα
που έστειλε ο Θεός,
ο Ήλιος....μου
γελούσε!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου