[......]
Κι αν δεν ρωτάς Έτσι εκτυλίχθηκαν
τα πράγματα Μια
από εκείνες τις νύχτες του
περασμένου μήνα Που η
υγρασία εγκλώβιζε τα συναισθήματα
στα κατώτερα
στρώματα της ατμόσφαιρας
Στερώντας τους τη δυ-
νατότητα της διασποράς Βρήκε ένα
σωρό σκουπίδια
Κι έκρυψε κάτω από τον όγκο τους
το κορμί της Μο-
ναδική διαφυγή – Παιδιόθεν
καταβολή – Η γάμπα
της μετέωρη στο αναποφάσιστο της
φύσης Δειλή μια
βροχούλα Λάσπωσε τα σκουπίδια και
τη γάμπα Μο-
νάχα ένας περαστικός άστεγος
Διέκρινε το σημάδι
Και βάλθηκε Όχι από καμιά
λαιμαργία να πουλήσει
τη γόβα για μιας πεντάρας παρόν
Αλλά από ένστικτο
κάποιο αναπτυγμένο στα καλέσματα
που ψιθύριζαν
Δίχως να φωνάζουν “βοήθησέ με' Κι
έσκαψε Μ’ έναν
κόπο ανώφελο που δεν μπορούσε εξ
αρχής να εκτι-
μήσει σαν τέτοιο Κι όπως εκπλήρωνε
το σκοπό του
Σε κάθε του νυχιά βογκούσε ο
δόλιος σε όσα τού
αποκαλύπτονταν Σκισμένο το
γερασμένο της υπο-
γάστριο Λευκό Γεννούσε σατανάδες
κι άλλους διαό-
λους πηγμένους σ’ αίμα μαύρο
σκοτωμένο Και κάτι
σπόρους δίχως γέννα μέσα τους
Άδειους, στέρφους
Κι οι ποντικοί των σκουπιδιών
Αντί να φεύγουν στη
θωριά του Ξεθάρρευαν κι αναιδείς
πλησίαζαν Στης
καρδιάς τ’ άνοιγμα να ρουφήξουν
ότι ανάβλυζε Που
σα μέλι έμοιαζε μ’ είχε χρώμα
βυσσινί του μούρου
και τον έκανε ν’ αμφιβάλει Και τα
χέρια της αγκυλω-
μένοι οι όμορφοι καρποί της σ’
αυτή τη στάση που
έχουν οι τυφλοί σα πρόσωπο θέλουν
να χαϊδέψουν
να το αισθανθούν αφού δε βλέπουν
μόνο… δίχως τη
ψυχή τους… σε μια κίνηση τελικά
άγνωστή του Και
που να ήξερε ο άμοιρος ποιαν
φρικτή φυλακή ζω-
γράφιζαν τα δάχτυλα Μια έκανε και
παραμέρισε τα
βρεγμένα της μαλλιά Κι αυτά
κουλουριάστηκαν στη
λάσπη Σα λευκά πέταλα μαδημένου
τριαντάφυλλου
Μ’ έναν ύπερο έφηβο και στήμονες
σα χορό αρχαίας
τραγωδίας γύρω του Πορσελάνη
σπασμένη οι σκέ-
ψεις της Και τα μάτια της δυο
σκούρες λίμνες ικεσίας
στο χλωμό της πρόσωπο “βοήθησέ
με', ψιθύρισε Κι
αυτός κατάλαβε μόλις το άσκοπο
της πράξης του κι
ευθύς να επανορθώσει πήγε μα
πριν… σαν να ’δει-
χναν τα μάτια εκεί ένα μικρό
χαρτάκι διπλωμένο και
βρώμικο στα σκουπίδια ανάμεσα
Βρώμικα και τα
δικά του χέρια Παραμέρισαν τα
περιττά κι έφτασαν
το χαρτί “… μόνο… μη χαθείς
τελείως! Μπορεί κά-
ποια στιγμή να σε χρειαστώ…'
διάβασε Έπειτα το
έβαλε στη χούφτα της κι άρχισε
ευλαβικά να την
σκεπάζει με το σωρό από τα
σκουπίδια Μοναδική
διαφυγή άφησε Τη γάμπα της
…μετέωρη στο ανα-
ποφάσιστο της φύσης
Η φωνή που ψιθυριστά ζητούσε
βοήθεια ησύχασε ._
( εκδ. Ενδυμίων, Αθήνα 2014)
1 σχόλιο:
δεν γνωριζόμαστε νομίζω ούτε διαδικτυακά
θα ηθελα να σας ευχαριστήσω που συμπεριλάβατε και δική μου δουλειά στην ανθολογία σας
βρέθηκα εδώ από άλλο δρομο και με την ευκαιρία Σας ευχαριστώ!
Ασημίνα Λαμπράκου, Orelia ως μπλόγκερ
Δημοσίευση σχολίου