Ο ΑΜΑΔΟΡ ΣΕΑ Επειδής είχανε πιάσει
(Της «Κορονέλ», τον πατέρα μου, και πέρασε
Χιλή, 1949) ο Πρόεδρος που είχαμε ψηφίσει
εμείς, και είπε πως ούλοι μας
ήμασταν λεύτεροι, εγώ τους εζήτησα
να βγάλουνε το γέρο μου.
Μ’ αρπάξανε και με βαράγανε
μια μέρα ολάκερη.
Κανέναν δεν ξέρω στο γραφείο.
Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να θυμηθώ
ούτε τα μούτρα τους. Ήταν αστυνομία.
Κάθε που λιποθύμαγα μου χύναν
σ’ όλο το κορμί νερό και ξανάρχιζαν
να με βαράνε.
Το βράδυ πριν να φύγουνε
με πήγαν σούρνοντας
σ’ ένα αποχωρητήριο, μου χώσαν
το κεφάλι σε μια λεκάνη
του απόπατου γεμάτη
από κοπρίσματα. Πνιγόμουνα.
«Τώρα, βγες να ζητήσεις
ελευθερία απ’ τον Πρόεδρο,
και θα στο στείλει το δώρο»,
μου λέγανε. Νιώθω χίλια κομμάτια.
Τούτο δω το πλευρό μού τό ’σπασαν.
Από μέσα μου όμως είμαι
σαν και πρώτα, σύντροφε.
Εμάς δε μας σπάνε παρά
σκοτώνοντάς μας.
Πάμπλο Νερούδα, Γενικό Άσμα, τ. Α΄,
μτφρ. Δανάη Στρατηγοπούλου, Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός, Αθήνα 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου