Το 1ο βραβείο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ
Ι
Τέλεια ρόδα της Αμβέρσας,
του Άμστερνταμ τουλίπες
αψεγάδιαστες,
που ανθίσατε
κάτω απ’ του θερμοκηπίου
το νάυλον ουρανό
με της αυτόματης βροχής
το σιγανό, ρυθμισμένο κλάμα,
υβρίδια
της πιο σκληρής ευγονικής,
του σωλήνα ορφανά,
που σκάτε ολοπόρφυρα χαμόγελα τριγύρω
επιβίωσης,
σαν ιδρυματικά παιδιά,
μήπως σας επιλέξουν
και σωθείτε˙
ΙΙ
που πουλιέστε χονδρική
σαν κάθε ομορφιά ανυπεράσπιστη
και αποστέλλεστε στον πελάτη
αυθημερόν
ασφυκτικά συσκευασμένα
σε εικοσάδες,
συνοδευμένα από πιστοποιητικά προέλευσης
όπου αναγράφονται τα ευγενή,
λατινικά ονόματά σας,
Υψηλότατα τέκνα σεις,
της βοτανικής κατάταξης,
εκπεσόντα
στων συνοικιακών ανθοπωλείων
τα ψυγεία
όπου διατηρείστε
πέντε μέρες
μέγιστα
κι έπειτα,
όπως όπως διατίθεστε
στο ήμισυ της αρχικής τιμής
με το κιλό,
πριν καταλήξετε,
σωρός,
σε κακοφωτισμένες πίστες ξενυχτάδικων,
ξεφυλλισμένα,
πατημένα,
βρώμικα,
βορά μιας βιαστικής
και αγχωμένης σκούπας
δίχως πρόσωπο,
τέλος της βάρδιας,
έξι η ώρα το πρωί˙
ΙΙΙ
άνθη πολύπαθα,
που έχετε μ’ αξιοπρέπεια υπομείνει
τη διαδικασία της κοπής,
της διαλογής,
της απολύμανσης,
τη μοναξιά του επαγγελματικού ψυγείου,
της φορτοεκφόρτωσης
την άκρα χυδαιότητα,
που στέκεστε όρθια
στους μίσχους σας ακόμη
σαν τους μάρτυρες,
φορτωμένα
συμβολισμούς δυσβάστακτους,
εν αγνοία σας
αχθοφόροι αισθημάτων
βαρέων κι ανθυγιεινών,
αμήχανων,
διεκπεραιωτές λατρείας
κι αιωνίων υποσχέσεων
με τέτοια αφοσίωση
στο ιδανικό
τέτοια προσήλωση,
που δεν αντέχουν
οι έρωτες,
τα πένθη,
οι γιορτές μας,
μαραίνονται
πριν από σας,
σκορπίζουν,
αφήνοντάς σας πίσω
στολισμένα
σε άδειες κάμαρες,
βουβά,
να υπενθυμίζετε
μια τελειότητα υπερκόσμια,
δυσεύρετη,
αρχετυπική,
αυτό που έπρεπε να είναι
αλλά δεν κράτησε,
αυτό που άρχισε
και ναυάγησε στη μέση,
την άκρη του νοήματος
που χάθηκε
έτσι απρόσεχτα
μες στο κουβάρι της ζωής:
τις βιαστικές προτεραιότητες,
τα επείγοντα,
της λογικής τους καθημερινούς
συμβιβασμούς˙
IV
τριαντάφυλλα απ’ το Βέλγιο,
βελούδινα της Λιέγης,
της Αμβέρσας βαθυκόκκινα,
τα αισθήματα αδυνάτισαν,
πια δεν αντέχουν˙
στα δεκανίκια τώρα στηριζόμαστε
των ξυλωμένων μίσχων σας:
έναντι κάποιας αμοιβής
του ανθοπωλείου η κυρία
αναλαμβάνει να συνθέσει ανθοδέσμη
κατάλληλη για οποιαδήποτε περίσταση˙
σταθμίζει τα κοινωνικά
και αλάθητα προτείνει
το σύνηθες,
το αποδεκτό,
το ευπρόσωπο,
εμπιστευθείτε την,
γνωρίζει εξίσου
τ’ άνθη
και τη φύση την ανθρώπινη˙
αφήστε για λογαριασμό σας
να επιλέξει
το είδος και το χρώμα
και τις λέξεις
κι αν θέλετε,
προσθέτει επίσης πρασινάδες και κισσό
ξερά κλαδιά, καρπούς,
σύρματα, πέτρες,
φτερά και ό,τι χρειαστεί˙
του ανθοπωλείου η κυρία
με φαντασία, με οίστρο
συμπληρώνει
ό,τι στερείται η ζωή˙
ακάθεκτη,
ασυμβίβαστη,
στην τέχνη της
ολόψυχα δοσμένη
με ζήλο ισιώνει τα στρεβλά,
αφαιρεί τα γηρασμένα,
λυγίζει τα στελέχη
να υπακούν,
συμμετρικά
τ’ ανυπότακτα
κλαδεύει
ιδίως τους κρίνους,
τις ηχηρές αυτές τρομπέτες,
τις αυθάδεις,
τις άσεμνες,
της γονιμότητας,
με δυο κινήσεις
δίχως σκέψη
ευνουχίζει
ψαλιδίζοντας
τους γυροφόρους στήμονες
που επιμένουν να σκορπούν
προκλητικά
την κίτρινή τους σκόνη,
να λεκιάζουν ανεξίτηλα
τ’ όραμα το παρθενικό,
της τελειότητας,
που έχει στο μυαλό της˙
V
μόνο που,
σαν η σύνθεση
τελειώσει
και αριστοτεχνικά δεθεί
η σατέν κορδέλλα,
κάτω απ’ το σελοφάν
σπάνια πια βλέπεις
κάποιον λαθρεπιβάτη υφαντή
να χάνεται ανάμεσα στα φύλλα
τρομαγμένος,
δείγμα πολύτιμο
αντάρτισσας συγκίνησης
που διέφυγε
κι οδεύει ασυγκράτητη
προς κάθε ενδεχόμενο˙
VI
σπανιότερο ακόμη,
ξαφνικά
να τρικυμίσει τον αέρα
τσιμπώντας τα ρουθούνια
και τη μνήμη
πικάντικη μοσχοβολιά
αληθινού γαρύφαλλου˙
πού μα βρεθούνε σήμερα
ματσάκια άγριων αισθημάτων
γνήσιων,
ακαλλιέργητων,
ακραίων,
υπερθετικών,
ενίοτε
ανεξέλεγκτων,
δυνητικά
επικίνδυνων,
ποιος να αντέξει
ζωή
στο μέγιστο
αδιαβάθμιστη
στην ένταση
μια κλίμακα μονάχα:
έκσταση
απόγνωση,
πλέον
σαν κι εσάς,
του ανθοπωλείου άνθη
αψεγάδιαστα,
δεν έχει ο έρωτας αγκάθια,
ούτε ο θάνατος κεντρί
ούτε άρωμα η μέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου