Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια όμορφη παιδούλα με ωραία
ξανθά μαλλιά, πολύ μακριά, που έφταναν ως κάτω στη μέση
της και φιλούσαν τις καμπύλες που σχημάτιζε το κοριτσίστικο
κορμί της. Από μικρή φορούσε πάντα κάτι φουστανάκια γεμάτα
χάρη, με πολλές δίπλες, και όταν περπατούσε φρου-φρου έκανε
το φουστανάκι της, και γέμιζε ο τόπος τριγύρω της κι ο κόσμος
από το χαρούμενο θρόισμά της. Φρου-φρου, λοιπόν, ακουόντανε
από όπου περνούσε και σιγά-σιγά το φρου-φρου δεν ήταν μόνο
ήχος θρόισμα ανάλαφρο, ήταν και μια ευωδιά από χαρούμενα
νιάτα, μια ομορφιά λουσμένη μέσα στη μελαγχολική καρτερία
ευλογημένης μακαριότητας* κάτι που δεν το συναντούσε κανείς
πουθενά αλλού. Πόσο παράξενα που ταίριαζαν αναμεταξύ τους
όλα αυτά τα χαρίσματα! Και σιγά-σιγά τα λόγια του κόσμου
που τη συνόδευαν σμίγανε με την παράδοση, που τόσο γρήγορα
αναπτύχθηκε τριγύρω της, κι όλα μαζί την ακολουθούσαν παντού,
κάτι σαν ένα αόρατο, ανάκουστο φρου-φρου που ευωδούσε.
Όταν άρχισε να μεγαλώνει και η κορμοστασιά της πήρε την
ευλυγισία του έλατου, περιποιότανε με πολλή προσοχή τα μαλλιά
της. Πολλές φορές τα’ φερνε όλα μαζί και τα αναποδογύριζε
μπροστά της, βρίσκοντας μια ανεξήγητη χαρά να χάνεται
πίσω τους, ή να χώνει ανάμεσα στα πλούσια κύματά τους τα
λεπτοκαμωμένα της χεράκια.
Τις βροχερές μέρες, που μια μελαγχολία πολύ θλιμμένη γέμιζε
τους δρόμους, τους κήπους, ακόμη και τα μεγάλα σπίτια που είναι
γεμάτα φώτα ή τα θέατρα που τα πλημμύριζαν τόσοι άνθρωποι,
άναβε πολύ νωρίς το φως στον κοιτώνα της και της άρεσε να κολλά
το προσωπάκι της στο τζάμι του παράθυρου που δεχότανε τα νερά
και τα κατέβαζε γραμμές-γραμμές προς τα κάτω. Κάποτε, λένε ότι
έκλεινε και το φως για να μπορεί πιο εύκολα να ζήσει μέσα στη
θαμπή καταχνιά του ονείρου που σκέπαζε όλα τριγύρω της.
Άλλοι ακόμη λένε ότι τα βράδια, ή τουλάχιστον κάποια βράδια
καταθλιπτικά, συνήθιζε να κάθεται στο πιάνο. Της το είχε χαρίσει
η γιαγιά της, λέγανε, αλλά και γι’ αυτό ακόμη δεν ξέρει κανείς τι
να πιστέψει, γιατί λέγονται τόσα και τόσα πράγματα διαφορετικά.
Λένε π.χ. πως το όργανο δεν ανήκε στη γιαγιά της αλλά στη γιαγιά
της γιαγιάς της, ήταν δε ένα θαυμάσιο πιάνο με ξύλο περίφημο και
πιο ξακουστό ακόμη ήχο. Γι’ αυτό και η άλλη εκδοχή, πως δηλαδή
το πιάνο πήγαινε διαδοχικά από κορίτσι σε κορίτσι της γενιάς
και πως η γενιά της ήταν μια περίφημη που κρατούσε χρόνια και
χρόνια, κι αυτό δεν ξαφνιάζει, μάλιστα φαίνεται τόσο ταιριαστό
με όσα σημειώνω παρακάτω, που αποτελούνε αναπόσπαστο
μέρος της παράδοσης: Το πιάνο δεν έβγαζε φωνή παρά μόνο όταν
δεχότανε στα πλήχτρα του τα δάχτυλα μιας αληθινής κληρονόμου,
και μόνο σ’ ορισμένες νύχτες, μοναδικές, που βέβαια οι αληθινοί
κληρονόμοι ξέρανε πότε ερχόντουσαν.
Το βέβαιο είναι πως μερικά βράδια, η όμορφη παιδούλα
καθότανε στο πιάνο και με τα δάχτυλα της, που δεν είχαν το
ταίρι τους σ’ ολόκληρη τη χώρα, καλούσε τους ήχους και της
διηγόντουσαν θλιβερές ιστορίες, τις πιο θλιβερές ίσως που
άκουσε ποτέ άνθρωπος πάνω στη γη: Για πάναγνα δάκρυα που
χάριζαν την ευτυχία στους δυστυχισμένους, για νέους και νέες
που δεν είχαν ακόμη προφτάσει ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν
και που πέθαναν από μια παράξενη ευδαιμονία που τους άγγιξε,
όταν είχαν πια πιστέψει ότι η ευτυχία έμελλε οριστικά να τους
επισκεφτεί και θα ’μενε για πάντα μαζί τους. Πέθαναν όλοι νέοι
και ωραίοι, περισσότεροι ελκυστικοί στο θάνατο παρά στη ζωή.
Ακόμη για μια νέα που θα γεννιότανε, δεν ήξερε κανένας πότε –
να ήταν άραγε αυτή;– και που το ρευστό χρυσάφι θα ντρεπότανε
μπροστά στα ξανθά λυτά μαλλιά της, τα χέρια της θα ’τανε σάρκα
από ρόδινο ελεφαντοστούν, και τα χείλη τριανταφυλλένια πέταλα
και παραμύθι, παραμύθι και χαρές τριγύρω κι η φωνούλα της.
Χώρες μεγάλες και βασίλεια στα πόδια της, υπήκοοι πιστοί που
η ίδια από παραξενιά τούς ήθελε λεύτερους, χωρίς ποτές της να
καταδεχτεί να γίνει μια βασίλισσα ή, έστω, μια πριγκιπέσσα... Και
πόσα και πόσα άλλα δεν έλεγαν οι ήχοι που καλούσε με τα λεπτά,
σαν χάδια, χεράκια της!
Ένα βράδι, που άλλοι λεν πως ήταν μέσα στο δωμάτιο του
πιάνου κι άλλοι μέσα στον κοιτώνα της, πριν προφτάσει να κάμει
την προσευχή της και να κατακλιθεί, άκουσε να της χτυπούν την
πόρτα. Πρώτη φορά στη ζωή της να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα...
– Τικ, τακ, τικ, τακ, ακούστηκε...
– Α! Α! Σας παρακαλώ, απάντησε η παιδούλα και προσπαθούσε
να μη δείχνεται φοβισμένη. Είμαι μόνη στο σπίτι και δεν μπορώ να
δεχτώ κανένα. Ούτε φίλο! Περάστε μια άλλη φορά, παρακαλώ.
Ούτε ξένο. Είμαι μόνη!
Δεν απάντησε καμιά φωνή ούτε και ξανακούστηκε τη νύχτα
εκείνη το τικ, τακ πάνω στην πόρτα. Μάλιστα το πρωί ξέχασε
να αναφέρει το ζήτημα στους γονιούς της και ύστερα από μια,
δυο μέρες το ξέχασε ολωσδιόλου, ούτε πως είχε γίνει ένα τέτοιο
πράγμα. Ξακολούθησε να βγαίνει, όπως και πρώτα, περίπατο, καμιά
φορά πολύ μακριά, και καταλάβαινε πως το φρου-φρου που έκανε
το φουστανάκι της με τις πολλές δίπλες χάριζε στον κόσμο που
συναντούσε χαρά, ομορφιά και ευτυχία, για τα οποία οι άνθρωποι
της χάριζαν την αγάπη τους. Και όλα αυτά, χωρίς ποτέ να ξυπνούν
μέσα της περηφάνια, ή να της κάνουν το βάδισμα και το βλέμμα
αυθάδικο και ξεδιάντροπο, όπως συμβαίνει, δα, συχνά με τις άλλες
όμορφες κοπελίτσες. Ένας καλός άγγελος άπλωνε απάνωθέ της τις
άσπρες φτερούγες του και προστάτευε την ολόλευκη αγνότη της.
Με τον καιρό είχε μεγαλώσει και πήγαινε η ομορφιά της η εξαίσια
να πάρει τελειωτικά το μεγαλείο που προοιώνιζε*. Τα μαλλιά της,
όταν τ’ άφηνε λυτά πάνω στο προσκέφαλο το πρωί που ξυπνούσε,
το ’νιωθε, άξιζαν περισσότερο από ρευστό και καθαρό χρυσάφι,
περισσότερο από το χρυσάφι όλου του κόσμου. Και το μέτωπό
της εξακολουθούσε να είναι καθαρό, όπως το γλαυκόν ουρανό,
όταν έρχεται η άνοιξη. Μα ένα βράδι – είχε κάνει αυτή τη φορά
την προσευχή της και πλάγιασε ήσυχα-ήσυχα – ακούστηκε πάλι
απάνω στην πόρτα: – Τικ, τακ, τικ, τακ, μάλιστα δυνατότερα από
την άλλη φορά.
Ήταν τόσο απροσδόκητα που της χτυπούσαν την πόρτα, που ο
παλιός φόβος ξύπνησε μεμιάς δυνατός τόσο, που δεν τα κατάφερε
να κρύψει το φόβο της και με μια δειλή, λίγο τρεμάμενη φωνή:
– Δεν μπορώ να δεχτώ κανένα. Φύγε, φύγετε σας παρακαλώ.
Άλλη φορά! Είμαι μόνη, σχεδόν γυμνή...
Για μια στιγμή νόμισε πως η καρδούλα της θα ’σπαζε το
στήθος για να πετάξει μακριά. Όμως όταν δεν ξανακούστηκε
το τικ και άκουσε τα βήματα ν’ απομακρύνονται, πήρε να χαρεί
λίγο, όσα βαριά και να τα αισθάνθηκε να χτυπούν τη γη τα
άγνωστα και σκληρά εκείνα βήματα. Ήταν τόσο χαρούμενη
ακόμη μισό λεπτό πριν της χτυπήσουν την πόρτα. Ήταν δυνατό
να πάθει κανένα κακό;
Και όμως την άλλη μέρα η ωραία παιδούλα δεν ήταν πια η
κορούλα που γνωρίσαμε. Ένας αόριστος φόβος μαζί με τον ύπνο
κοιμήθηκε μέσα στο κεφάλι της και η σκιά του θόλωνε διαρκώς την
ανάμνησή της.
– Γιατί να διαλέγει πάντα την ώρα που είμαι μόνη, συλλογιζότανε,
και γιατί να μη λέει ούτε μια λέξη! Μόνο χτυπά, τικ, τακ, τικ, τακ,
και ύστερα φεύγει σκυθρωπός, όπως ένας κακός άνθρωπος;
Έτσι συλλογιζότανε την άλλη μέρα και μελαγχολούσε και
ανησυχούσε μέσα στον κοιτώνα της. Δεν αποφάσισε όμως να το πει
στον πατέρα της ούτε στη μητέρα της. Ήταν ένα μυστικό ολότελα
δικό της.
– Γιατί να τους ανησυχήσω; Έλεγε και εύρισκε πάντοτε πως δεν
έπρεπε να πει τίποτε. Είχε γούστο να της έβαζαν φρουρούς ή να την
έβαζαν να κοιμάται στο διαμέρισμά τους! Πώς θα μπορούσε τότε
να πλάθει ένα όνειρο ή να καλεί τους ήχους για να της διηγηθούν
λυπητερές ιστορίες γεμάτες από την ευδαιμονία του θρήνου; Δεν θα
μπορούσε να αντιλαμβάνεται πότε έρχεται η μέρα η προσδιορισμένη
από τη μακρόχρονη τάξη της μοίρας, κατά την οποίαν οι ήχοι
έρχονται πολύ κοντά στη γη και στο σπίτι της, τόσο, που της φιλούν
τα δάχτυλα. Ήταν ένα μυστικό ολότελα δικό της.
Για ένα μακρό χρονικό διάστημα, βασανισμένη από αυτές τις
ανησυχίες, είχε χάσει το κέφι της και παράλειπε να βγαίνει τον
καθιερωμένο περίπατό της. Οι άνθρωποι, που ήταν μαθημένοι ν’
ακούουν το φρου-φρου που έκανε το φουστανάκι της με τις πολλές
δίπλες και να τραβούν ως τα φύλλα της καρδιάς τους την ευωδία
της παρουσίας της, έπεσαν σε συλλογή και μελαγχολούσαν και
υπόφεραν από κακά όνειρα τα βράδια, χωρίς να ξέρουν την αιτία.
Μόνο οι κακές γυναίκες της γειτονιάς, όταν τύχαινε να συναντηθούν
στο δρόμο, σταματούσαν, χαμήλωναν τη σιχαμερή φωνή τους κι
έλεγαν λόγια σαν κι αυτά:
– Ήρθε η ώρα της να πέσει σε συλλογή.
– Ξενυχτά και δεν έχει διάθεση να βγαίνει περίπατο με το φρου-
φρουρένιο φουστάνι της.
Ήταν όμως γριές με πολύ άσχημα πρόσωπα και κανένας, εχτός
από τις όμοιές τους, δεν συμμεριζότανε τις σκέψεις και τα αισθήματά
τους. Αν τύχαινε, μάλιστα, να τις ακούσει κανένας άνθρωπος από
τους πολλούς που ένιωθαν μια εξιδανικευμένη συμπάθεια προς την
όμορφη παιδούλα, γελούσε με συγκατάβαση και, επηρεασμένος από
την αγάπη που ανάδιδε και η ανάμνησή της ακόμη, τις συγχωρούσε
και πήγαινε στη δουλειά του με ανάλαφρη καρδιά.
Πέρασε ο πρώτος μήνας. Πέρασε το ίδιο και ο δεύτερος, χωρίς
να μπορεί να ξεχάσει τον απρόσκλητο και άγνωστο επισκέπτη της
νύχτας. Όταν πέρασε και ο τρίτος μήνας, η αμυγδαλιά ανθούσε
κιόλας. Ακόμη και η μηλιά. Η άνοιξη ερχόντανε, ίσως περισσότερο
ωραία από κάθε άλλη φορά, και με τον κόκκινο πόθο της τσίμπησε
την καρδούλα της. Μπήκε μέσα στη μεγάλη σάλα και τη γέμισε
με χαρούμενες φωνές. Η μητέρα της άκουσε την κορούλα της να
τραγουδά πάλι ξένοιαστα και ευτυχισμένα και δόξασε το Θεό. Και
η όμορφη παιδούλα έτρεξε και πάλι μέσα στα χωράφια, πέρασε με
το φρουφρουρένιο της ανάμεσα στον κόσμο, που ένιωθε ότι την
αγαπούσε, και σκόρπισε παντού τα θεία δώρα της παρουσίας της,
χαρούμενη για το καλό που έκανε. Το μεσημέρι ο πατέρας της βρήκε
το γραφείο του στολισμένο με λογιών-λογιών αγριολούλουδα που
τα είχε μαζέψει μονάχη της απ’ τους αγρούς, και η αυστηρή ρυτίδα
πάνω από τα χείλη του διαλύθηκε σε γαληνεμένο χαμόγελο. Μέσα
στον κοιτώνα της πήρε μια μεγάλη ανθοδέσμη από κατάλευκα άνθη
που τ’ αγαπούσε σχεδόν με πάθος.
Τη νύχτα, αντί για προσευχή, τραγούδησε εύθυμα, και ξεχνώντας
πως κάποιος κακός κι απάνθρωπος μπορούσε, κρυμμένος στο
σκοτάδι, να της κάνει κακό, κοιμήθηκε ξέγνοιαστη, όπως τις παλιές,
καλές, αφρόντιστες* νύχτες.
Κατά τα μεσάνυχτα όμως ξύπνησε τρομαγμένη. Μέσα στον ύπνο
της, άκουσε τον παλιό, γνώριμο πια χτύπο. Άνοιξε τρομαγμένη, για
μια στιγμή, τα μάτια της και τα ξανάκλεισε. Δεν υπήρχε αμφιβολία,
χτυπούσαν την πόρτα του κοιτώνα της.
– Τικ, τακ, τικ, τακ, τακ, ακούστηκε πάλι οργισμένα.
– Ποιος, ποιος; Είπε και μόλις ακουόντανε η φωνή της.
– Τικ, τακ, τακ, τακ, ακούστηκε πάλι, περισσότερο οργισμένα.
– Τέτοια ώρα! τέτοια ώρα! (Και επειδή ξακολουθούσε να χτυπά
η πόρτα ολοένα και περισσότερο οργισμένα.) Σιγά, σιγά, σας
παρακαλώ – μόλις ακουόντανε η φωνή της– κάνω ένα όνειρο και
θα διαλυθεί. Λυπηθείτε με.
– Τικ, τακ, τακ, ακούστηκε βάναυσα.
– Σιγά, σιγά σας παρακαλώ, ικέτευσε για τελευταία φορά με
τη σπασμένη φωνούλα της... μπορεί να ξυπνήσει ο πατέρας
και η μητέρα...
Τίποτε άλλο δεν ξανακούστηκε. Μόνο που την άλλη μέρα,
ανάμεσα σε δάκρυα απαρηγόρητα, έθαψαν την όμορφη παιδούλα.
Την έκλαψε όλη πολιτεία, ακόμη και οι άσχημες γριές, που πριν
λίγο κουτσομπόλευαν σε βάρος της αγνότητάς της. Και ήταν
αληθινά τα δάκρυά τους.
Όπως η ζωή της στάθηκε, ως ένα σημείο, μυστήριο, τόσο για τους
γύρω της όσο και για την παράδοση, το ίδιο και ο θάνατος της.
Άλλοι λένε πως η παιδούλα είναι ένα πρόσωπο ολότελα μυθικό,
δημιούργημα κι αυτό, όπως και τόσα άλλα, αργόσχολων ποιητών,
χωρίς καμιά βαθύτερη σημασία. Άλλοι ισχυρίζονται πως, πραγματική
ή μυθική η παιδούλα, έχει το νόημά της η θλιβερή της ιστορία. Η
μοίρα της μοιάζει με τη μοίρα όλων των όμορφων πραγμάτων που
φωτίζουν κάποτε τον κόσμο για ένα μικρό διάστημα και ξαφνικά
χάνονται και καταποντίζονται μέσα στο χάος της συμφοράς και
της ανυπαρξίας. Και άλλοι ακόμη λένε πως η ιστοριούλα της, και
ιδίως ο θάνατος της, θέλει να μας μάθει τον κρυφτούλη της μεγάλης
συμφοράς, αν αυτό βέβαια μπορεί να ονομαστεί κρυφτούλης, να
’ρχεται δηλαδή τα μεσάνυχτα και να σε εξαλείφει, ενώ τριγύρω σου
λάμπει η χαρά, μέσα στα μάτια σου αντανακλάται πολυεδρικά*,
και οι δικοί σου κανονίζουν την καρδιά τους με το χτύπο της δικής
σου της καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου