Σαν αύρα ανεμόμυλου παλλόταν τα όνειρά του
σπαθί ξυλένιο ανέμιζε
κραυγές πολέμου ψέλλιζε
πετροβολούσε τ’ άψυχα που έβρισκε μπροστά του
στο πειραγμένο του μυαλό φοιτούσαν παραμύθια
ιππότη τον στολίζανε
παλάτια όλο του χτίζανε
στην τύχη του αφέθηκε να μάθει την αλήθεια
πως μέσ’ στη σκόνη στις σκιές στης γνώσης τις σελίδες
θαύτηκε εκεί το παρελθόν
έσβησε η φλόγα των κεριών
και στάμπες λήθης μπήκανε στης δόξας τις ασπίδες
ο Δον Κιχώτης ξέμεινε και ζει ανάμεσά μας
στα τούβλα του μαντρότειχου
στην πλάνη του καλότυχου
ντυμένος μέσα στ’ άσπρα του ραγίζει την καρδιά μας
μα πια καρδιά την πέτρινη την τόσο αλλαγμένη το αίμα αν γηροκόμησες τη σχέση καρατόμησες μια θέση τώρα άδειασε έν ‘ άλλον περιμένει
τέτοιον καημό δεν τον ποθείς ούτε για τον εχθρό σου ο καλπασμός κι η πανοπλία του
γίνονται θλίψη και ανία του
όταν φωνάζει ο φρουρός΄΄εμπρός στο θάλαμό σου΄΄
φαρμάκι προσκλητήριο και άγευστο το δείπνο
με φίλο τον χιτώνα του
στον παγερό κοιτώνα του
παράκληση στη μοίρα του να ΄΄φύγει΄΄ μέσ’ τον ύπνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου