Ήταν ωραία η φύση τη μέρα εκείνη του
αποχαιρετισμού-
Τα δέντρα ολόγυρα αντίγραφο της μεγάλης πατρίδας,
Σκηνικό επίγειας ευδαιμονίας,
Οι άνθρωποι και τα πουλιά
κένταγαν αθόρυβα τα μυστήρια του θεού,
ο ουρανός πρόπλασμα της άλλης κιβωτού-
δεν μετανιώνω για τίποτε.
Μικρόψυχα μη σκέφτεσαι στη συμφορά
Δεν εγκατέλειψα τον κόσμο γι’ αυτό που νομίζετε
αδελφοί μου
Ούτε η πόλη θα μου λείψει.
Χόρτασε η ψυχή μου τους δρόμους των ανθρώπων
Τη λάσπη και τα θνητά σας κτίσματα
Πεποικιλμένα από τη μνήμη
Των αδιάφορων καταστημάτων.
Δεν εγκατέλειψα τη ζωή γιατί πλήρης είναι αυτής η
όρασή μου
Γιατί ο κόσμος ανθίσταται όταν είναι γεμάτος
αγάλματα
Και αρχαίους τάφους που ομορφαίνουν τη θάλασσα.
Γιατί εγνώρισα τις θεότητες και τις βρυσούλες
Στα πολυκόρυφα Πιέρια
Στον θόρυβο των μηχανών που απομακρύνονται
Δίπλα από τις αλυκές και τα καπνοχώραφα.
Γιατί ο κόσμος και η ψυχή μου μεγάλωσαν
Κι έγιναν σαν αυτό το θαρραλέο δέντρο,
Γεμάτο κλαδιά
και άπειρες εξοχές από όπου αναδύεται η
ζωή.
Τον αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Τον ζήτησα στις γειτονιές, στα περιβόλια
Στα μηχανουργεία, σε όλους τους μύλους των χωριών.
Έτρεχα εκεί όπου μάζευαν το σιτάρι, ατελείωτες
μέρες
Ατελείωτες νύχτες τον γύρευα και τον αγαπούσα
Υποφέροντας καρτερικά όσα μου έστελνε η μοίρα.
Ήθελα να κοπιάζω γι’ αυτόν,
Ήθελα να νοιάζομαι για το σώμα του
Και το
μυαλό του,
Ήθελα να υπομένω όλες τις δοκιμασίες που μου
έστελνε ο Θεός για να με δοκιμάσει.
Ήθελα να είμαι η γυναίκα του για να ζήσω μια ζωή
φωτεινή, ευγενική
Σπαρμένη αστέρια και φλούδες λεύκας
Ελαφρύτερη κι από το φως του Σεπτεμβρίου
Γλυκύτερη κι από την Κυριακάτικη καμπάνα.
Ήθελα να ζήσω υποταγμένη στα πόδια του
Φιλώντας τη γη και αγαπώντας τα βάσανα του κόσμου
Σαν δικά μου
Ήθελα να γεράσω ευτυχισμένη γύρω από το γλυκό του
χάλι
Λουσμένη τις νύχτες το χρυσάφι του φεγγαριού
Κοιτώντας το θεϊκό του πρόσωπο
Γεμάτη ευγνωμοσύνη και ανωτερότητα
Η αδύναμη σάρκα που δε γνωρίζει έξω από τον εαυτό της
άλλη ζωή
Καταστρέφεται.
Δεν εγκατέλειψα τη ζωή αδελφού μου
Γιατί αυτό θα ήταν προδοσία.
Με τα διασωθέντα της πίστης κειμήλια
Έντυσα το σώμα μου στο μαύρο φουστάνι της μητέρας,
Οδήγησα τα λίγα γιορτινά μου ρούχα στον κοντινό
ορίζοντα
Και άφησα τα πλούσια μαλλιά στον παντοκράτορα φακό
Του φωτογράφου με το παράξενο όνομα
Δεν ντράπηκα καθόλου για την πράξη μου
-χώρια που η φωτογραφία αυτή με έκανε γνωστή σε
όσους οδεύουν προς το Θεό-
Γιατί κάποτε πρέπει να ζήσουμε για να εκδικηθούμε
τα φαντάσματα
Γιατί κάποτε το μοναστήρι λαμπρύνεται από το κύμα της
καρδιάς του
Γιατί κάποτε δεν επιτρέπεται να παντρευτούμε την
αγάπη μας.
Με τα διασωθέντα της πίστης κειμήλια, Παρέμβαση 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου