Κίτρινο και όχι κίτρινο
του κυδωνιού να πούμε
που ποτέ δεν το 'χεις σίγουρο
έτσι που μόλις ακουμπήσει σαπίζει
ή που φωνή φαρμάκι αφήνει ο Σεπτέμβρης
«μέμνησο!» και γλιστράει
απ' την αγία υπομονή
στην έξοδο την υπεραγία
τότε σβόλοι σβόλοι το χώμα
τρίτα, τέταρτα πόδια δεν επαρκούν
όλη νύχτα να τσακίζεσαι να τα προφτάσεις
τόσα προσκλητήρια νεκρών
και τη μέρα τίποτα να μη μαρτυράει
και καλά να μη γνωρίζεις το τι
και το πότε για το καύκαλο
αλλ' εκείνο το καλάθι το αλαλάζον
καταμεσής του δρόμου
κλότσα το π' ανάθεμά το ν' ανοίξει ο τόπος
το βλέπεις, πας ν' αποκτήσεις άκρα καχεκτικά
τα χέρια, άσε, πάνε,
να κοιτάξουμε τα υπόλοιπα
τα θαμμένα, τα που αιωρούνται
πέτρες, στέγες, ό,τι
αυτές οι δυσανάγνωστες υπογραφές
καλά με είχαν βάλει σε υποψία
κι άρχισα να μπολιάζω τ' αειθαλή
με πόνο φυλλοβόλο
κίνηση καθαρτήρια μήπως δώσει ο θεός
και βγει το άθροισμα λανθασμένο
στα άρτια και στα ρηχά ασβέστη
πρέπει νάχεις καρδιά γενναία, βάρβαρη
αυτό είναι το συμπέρασμα, αλλιώς
την εγγύηση δεν τη σημαδεύεις μεσόφρυδα
κάνεις πως αστοχείς
(άσ' τη να βρίσκεται για μια δύσκολη ώρα)
κι ύστερα μπουκάρει το Απαραβίαστο
το μεγάλο μαράζι
και πού θράσος ν' απλώσεις χέρι
ίσως λοιπόν αυτό να είναι το χειρότερο
και δόξα τω θεώ δεν έγινε
συνηθίζεις, τι να γίνει, και στο απάνθρωπο
αμπαρώνεις, θειαφίζεις
πετάς στην άσφαλτο τους βολβούς
τα καθίσματα
ας θηλάσουν τώρα τα ζώα μόνο
και το αγκάθι της πίκρας
το αμάραντο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου