Ανοίγει στο μάτι μια χαραμάδα.
Και μπαίνει ο ωκεανός.
1.
Πρόσωπα που κοιμήθηκαν για λίγο πλάι μας.
Κι αποτραβήχτηκαν, έκτοτε, στο εσωτερικό του ύπνου μας.
2.
Δωμάτια που κράτησαν στα κρεβάτια τους λίγες στιγμές γαλήνης. Ένα παραμύθι θυμάμαι έλεγες. Κι έκλεισα σιγά-σιγά τα μάτια. Έρχονταν κι έφευγε η φωνή σου καθώς αποκοιμιόμουν. Σαν κύμα.
Από την πρώιμη ενηλικίωση στην παρατεταμένη παιδική ηλικία.
3.
Στέκονταν από πάνω μου τα ελικόπτερα. Γύριζαν οι έλικες .Όλο στριφογύριζες μέσα μου.
Πέταξαν το σκοινί.
Και σε τράβηξαν αργά απʼ τον ύπνο μου.
4.
Είχε τόσον καιρό να δώσει σημεία ζωής. Και να, τώρα περπατούσαμε ξανά μαζί. Βήματα αργά, όπως παλιά. Της πιάνω το χέρι, δεν αντιδρά. Κάνω να τη φιλήσω, πλησιάζει κι εκείνη. Και τότε χτυπάει το τηλέφωνο. Σηκώνομαι βρίζοντας. Και ω του θαύματος ήταν η ίδια.
Για να μην αφήσει, ούτε μια στιγμή, τον εαυτό της ελεύθερο κοντά μου.
5.
Μέρα με την ημέρα η ζωή μου δεν ήταν παρά ένα σύνολο αδέξιων κινήσεων.
Ήμουν λοιπόν αναγκασμένος, ανάμεσα στις τόσες μου επινοήσεις, να χαράζω και ένα σχέδιο πλεύσης για τον ύπνο. Πράγμα που αποτελούσε και τη μόνη εύστοχη ενέργειά μου.
Ακολουθώντας το πιστά στο σκοτάδι σκόνταφτα κάθε φορά στο κρεβάτι της Σοφίας.
6.
ʽΌταν, επιτέλους, κατόρθωνα να κοιμηθώ, τότε άρχιζαν όλα να κρίνονται ερήμην μου. Ένας αόρατος κύκλος συναλλαγών σχηματιζόταν, στον αέρα, πάνω απʼ το κρεβάτι μου .Δεν άκουγα τις φωνές. Μόνο οι αξίες καθώς υποχωρούσαν κατέληγαν, μέσα από μια καταπακτή, στο στομάχι μου.
7.
Και τότε, μετά τόσα χρόνια, ήρθε, ξαφνικά και μʼ αγκάλιασε η Μαρία. Και με έσφιξε τόσο που τα νεύρα μου έλιωσαν. Και δεν είχα, πλέον, θυμό. Θαρρούσα, καθώς δειλά την άγγιζα, ότι ζούσα σʼ ένα όνειρο. Ώσπου χωρίς να το καταλάβω, κοιμόμουν ήδη δίπλα της τόσο βαθιά.
Όταν ξύπνησα, ο πόλεμος είχε τελειώσει. Και η ανοικοδόμηση άρχιζε. Μόνο που η Μαρία είχε χαθεί από προσώπου γης. Γιατί πουθενά δε θα τη χωρούσε τόση ειρήνη.
8.
Στριφογυρίζω συνεχώς στο κρεβάτι. Απʼ τη μια το κενό. Απʼ την άλλη το πρόσωπό σου. Άλλο κάθε φορά.
Έτσι κι αλλιώς το πρωί δε θα υπάρχει τίποτε. Όνειρα που δε θα μπορούμε να θυμηθούμε.
Κινείσαι στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών. Πριν φύγεις, συνδέεις στους δείκτες του ξυπνητηριού μια ωρολογιακή βόμβα.
9.
Κι έλεγα πως, δε μπορεί, όλα αυτά θα οδηγούν κάπου. Και θαʼρθει με το ξύπνημα η λύτρωση, όπως στο τέλος ενός εφιάλτη. Και ίσως αξιωθούμε να ξυπνήσουμε μαζί ένα πρωί, κοιτάζοντας απʼ το παράθυρο τη θάλασσα.
Θα τα ʽχει πάρει όλα από πάνω μας και θα αποτραβιέται τώρα στη γαλήνη. Έμενε μόνο να εντοπίσω τη δίοδο.
Όπως μια λέξη, που μόλις αφαιρεθεί από το ποίημα, θα καταρρεύσουν μονομιάς, όλες σου οι αναστολές.
10.
Και το πρωί, ξέβραζε η θάλασσα το κορμί της, γεμάτο μώλωπες και εκδορές.
Σαν το ευαγγέλιο των δικαστηρίων.
Φθαρμένο απʼ τα τόσα αγγίγματα.
11.
Τώρα θα βιάζεσαι να κοιμηθείς. Θα γυρνάς πλευρό νʼ αφήσεις τη μέρα πίσω, με περιφρόνηση. Όπως τις παλιές στερήσεις.
12.
Ονειρευόμουν
έναν ύπνο
άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου