[…] Στο θάλαμο 11 του μπλοκ 15 ήμασταν στοιβαγμένοι εκείνες τις μέρες πάνω από πε-
νήντα άνθρωποι. Για να χωράμε είχαν στήσει γύρω στους τοίχους πατάρια. Τα καμιόνια
κουβαλούσαν συνέχεια. Έφερναν, έπαιρναν, κρεμούσαν – ο αριθμός των κρατουμένων δεν
κατέβηκε ποτέ κάτω απ’ τους 30. Όσοι ήταν απ’ τους παλιότερους φάνταζαν ίδιοι κινούμε-
νοι σκελετοί. Αποθήκη ανθρώπων είχε βαφτίσει κάποιος το μπλοκ 15. Κι ένας άλλος διόρ-
θωσε: αποθήκη φαντασμάτων.
Το μπλοκ 15 στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού ήταν το χτίριο της απομόνωσης. Επικοινωνία
δεν επιτρεπόταν με τον έξω κόσμο, δεν παίρναμε δέματα, ούτε και αγγαρείες κάναμε. Μέρα
παρά μέρα μας έβγαζαν ένα τέταρτο της ώρας να περπατήσουμε στον κύκλο, μπροστά στο
χτίριο. Το συσσίτιο ήταν πολύ λειψό. Μια φετίτσα ψωμί μάς έδιναν το μεσημέρι που αργό-
τερα κόπηκε κι αυτή, κι ένα πιάτο μπιζελόζουμο ή αλατισμένο σκουμπρί.1
Νερό μια φορά τη βδομάδα: για τον καθένα ένα κυπελάκι, όπου συχνά έπλεαν μικρά κόκκινα σκουλήκια σαν τρίχες. Γι’ αυτό πάντα προτιμούσαμε τη σούπα. Το σκουμπρί άναβε μέσα μας.
Πολλοί, για να ξεγελάνε τα δυο φοβερά στοιχειά της δίψας και της πείνας, άρπαζαν από
κάτω, στον κύκλο, καμιά λεμονόφλουδα ή κάνα λιοκούκουτσο, που πετούσαν οι δεσμοφύ-
λακες, και τα γλείφανε. Μα κάθε τέτοια απόπειρα μπορούσε να στοιχίσει δέκα βουρδουλιές
με το σύρμα.
–Μη νομίσετε πως όλα τούτα γίνονται απρογραμμάτιστα, συνέχισε ο Λάιος˙ οι ναζήδες
ξέρουν πως ο άνθρωπος κι ώς τις τελευταίες του στιγμές μπορεί να παλεύει με τα μέσα της
ψυχής και της θέλησης. Όσο πλησιάζει το τέλος τους τόσο αιστάνονται την ανάγκη να φαί-
νονται νικητές και πάνε να σπάσουν το ηθικό μας. Ο σκοπός τους μένει πάντα ο ίδιος, χωρίς
εξαίρεση. Είναι σαν το λύκο που αίμα θέλει μονάχα, δε διαλέγει. […]
Βρόντησε ανοίγοντας η πόρτα στον τοίχο και πρόσταξε ο δεσμοφύλακας κουνώντας το
βούρδουλα.
— Ράους! Άλε ράους (όλοι έξω)!
Βγήκαμε στο προαύλιο και κάναμε δυάδες. Οι σκοποί με τα ταχυβόλα τους στον ώμο μάς
έβαλαν στη μέση.
— Ζίγγε (τραγούδι)! έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουμε ο επικεφαλής.
Είχαμε συνηθίσει να φοβόμαστε και την ίδια μας τη φωνή. Μα η ελπίδα του λεύτερου
αέρα του βουνού μάς έδωσε το κουράγιο ν’ αρχίσουμε το πιο αστείο τραγουδάκι, από κείνα
π’ ακούγαμε κάθε πρωί, σαν τα εξωτερικά συνεργεία ξεκινούσαν για τις αγγαρείες.
Θα σου χτί – θα σου χτίσω ένα σπίτι
γύρω με – ρία, ρία, ρο,
γύρω με σκαλώματα.
Βγήκαμε απ’ τη δυτική πύλη και στρίψαμε δεξιά, πλάι στον τοίχο. Λίγα μέτρα πιο πάνω
απ’ το στρατόπεδο ανεβήκαμε σ’ ένα λόφο και μας σταμάτησαν στην κορφή. Η φρουρά
έπιασε τις άκρες κι ο επικεφαλής κάτι είπε χειρονομώντας.
— Από εδώ, εξήγησε ένας κρατούμενος, θα παίρνουμε τα πετραδάκια που βρίσκουμε και
θα τα πετάμε πέρα, μακριά!
Δε μας φάνηκε δύσκολη δουλειά. Σαν τον άρρωστο που ύστερα από μακρόχρονη κατά-
κλιση πρωτοβγαίνει στο ύπαιθρο, χαιρόμασταν τον περίπατο, την άπλα του ορίζοντα, την
κάθε μας κίνηση. Μα όσο περνούσε η ώρα δίχως καμιά αλλαγή, καμιά ανάπαυλα, με τη
δίψα μέσα μας να σκάβει και τον ήλιο κατακούτελα τόσο η εξάντληση γινόταν αισθητή και
το κορμί παραλούσε.
Ο λόφος ήταν μια πετρωτή ράχη, γεμάτη χαλίκι και βράχια, που κι ολόκληρο το στρα-
τόπεδο να κουβαλιόταν εκεί, κοντά χίλιοι άνθρωποι, δε θα προλάβαινε σε μια μέρα να το
καθαρίσει. Γύρω μας ούτ’ ένα δεντράκι ούτ’ ένα πράσινο φύλλο. Θυμάρι μονάχα έβλεπες να
φυτρώνει πού και πού, ανάμεσα απ’ τις πέτρες ή από καμιά σχιματιά βράχου. Ο ήλιος είχε
ανεβεί αρκετά κι η τυφλωτική του λάμψη σκορπούσε πυρωμένη, σκεπάζοντας την Αθήνα
με μια φασματική άχνα2
που σε θάμπωνε. Στέγνωσε το σάλιο μας κι ο λαιμός έκαιγε. Δυο
τρεις δοκίμασαν να καθίσουν. Έτρεξαν γαυγίζοντας οι σκοποί και τους μαστίγωσαν.
— Προσέξτε! Απαγορεύεται να κάθεστε! ακούστηκε μια φωνή.
Μερικοί είχαν βγάλει τα πουκάμισά τους και τα κάτασπρα κορμιά τους κοκκίνισαν σαν
καψαλισμένα.
— Μια παλάμη χλόη, μωρέ, ας ήταν κάπου να πέσω να βοσκήσω... ψιθύρισε ο Δημορά-
γκας.
Πιο πέρα είδα το Λάιο να ξεριζώνει μια τούφα θυμάρι και να τη βάζει στο κεφάλι του.
Ένιωθα δυνατό πόνο στα μηλίγγια και θέλησα να κάνω το ίδιο. Μα ένα εσντέ3
πλησίασε το
Λάιο και τού ’δωσε μια βουρδουλιά στο πρόσωπο. […]
Μόλις αρχίσαμε να μπαίνουμε μέσα, είδαμε νά ’ρχεται απ’ το βάθος του διαδρόμου ένας
καθαριστής κρατώντας στα χέρια του ένα τενεκέ γεμάτο νερό. Αμέσως τότε χυμάει κατα-
πάνω του ένα παλικάρι, αρπάζει τον τενεκέ και χώνει τη μούρη του μέσα. Ήταν ο Ρόβας.
— Α! έκανε πειραγμένος ένας λοχίας που στεκόταν πλάι. Βγάζει το πιστόλι του και τ’
αδειάζει στο κεφάλι του Ρόβα.
Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε με διπλοσκοπιές. Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, κοίταζε κάποιος
όξω απ’ το παράθυρο, κι αν έβλεπε στους πύργους στημένα πολυβόλα και διπλούς σκοπούς,
καταλαβαίναμε πως θά ’χει εκτέλεση. Τους μελλοθάνατους, όσο νά ’ρθουν να τους πάρουν
τα καμιόνια για τ’ απόσπασμα, τους συγκέντρωναν στην αυλή του μπλοκ 15 και μπορούσα-
με να τους μετράμε.
Σαρανταπέντε έφερναν τώρα απ’ το στρατόπεδο. Δεν είχαν μαζί τους κουβέρτες κι αυτό
ήταν απόδειξη πως δεν προορίζονταν για μεταφορά.
Ο Δημοράγκας πήδησε απ’ το πατάρι και κόλλησε το μάτι του στην κλειδαρότρυπα.
— Άλλους τρεις, είπε, κατέβασαν απ’ το πάνω πάτωμα.
Ήταν φανερό πως πήγαιναν να συμπληρώσουν πενήντα. Κι ο κλήρος για τους δυο έπεφτε
στο θάλαμό μας. Οι αναπνοές κρατήθηκαν. Η σιωπή έπηξε απ’ την αγωνία. Ακούστηκαν
βαριά βήματα στο τσιμέντο, κλειδιά στην πόρτα και στ’ άνοιγμά της στάθηκε ο διοικητής
του στρατοπέδου μ’ έναν κατάλογο στα χέρια.
— Τεοντόρος Μπαλάφας.
— Παρών! ξεφώνισε κάποιος πνιγμένα, ξετρυπώνοντας κάτω απ’ το πατάρι.
— Ράους!
Ο Μπαλάφας έσκυψε να μαζέψει τις κουβέρτες.
— Όχι κουβέρτας!
Κίνησε μουδιασμένος ο Μπαλάφας, βγήκε στο διάδρομο.
— Μελετίος Ρόβας! διάβασε παρακάτω ο διοικητής.
— Ρόβας; Νιξ Ρόβας! Χτες καπούτ, βιάστηκε να εξηγήσει ο Δημοράγκας, που δεν είχε
προφτάσει να γυρίσει στη θέση του, όταν άνοιξε η πόρτα.
Ο διοικητής μίλησε με τους σκοπούς, σκέφτηκε για μια στιγμή και στράφηκε στο Δημο-
ράγκα.
— Κομ ντου! (έλα συ)
Μαρμάρωσε ο Δημοράγκας.
— Λος, λος, ράους! αγρίεψε ο διοικητής.
Ο Δημοράγκας έφερε ένα απορημένο βλέμμα γύρω, είδε το Λάιο, που τον κοίταζε και
κείνος ολόρθος πάνω απ’ το πατάρι όπου μέναμε, και τεντώνοντας περήφανα το κορμί του
σήκωσε τη γροθιά του.
— Ζήτω η λευτεριά!
Έτρεξε όξω, και μια που είχε συμπληρωθεί ο αριθμός, ο διοικητής έκλεισε τον κατάλογο.
Ο λύκος δε διαλέγει.
Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας, 1941-1944 (τ. Ι: Πεζά),
επιμ. Έλλη Αλεξίου, Ηριδανός, Αθήνα 1965
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου