Αρματώνεις της ψυχής σου
τη βάρκα
και στο πέλαγος της ζωής
σαν ξανοίγεσαι τσάρκα
εύχεσαι τα καλύτερα
για σε στον δρόμο.
Μα τί όπλα να στρέψεις
ενάντια στον χρόνο
και πώς ν’ αμυνθείς,
που όμοιος κουρσάρος,
αμείλικτος κι αιμοδιψής
σαλτάρει
στην μικρή βαρκούλα της ψυχής!
Κι ό, τι ακριβότερο φυλάσσεις εκεί,
στ’ αμπάρι του δικού σου πλοίου ζωής,
τα ρόδινα όνειρα σου,
αυτός μ’ ειρωνεία τα διαγουμίζει,
ένα-ένα με μάνητα
στον αέρα τα διασκορπίζει
και των ελπίδων
το πιστό σου πλήρωμα,
πέτρες γαλαζωπές
κι όλες που θα ’βρει
τις ανεκπλήρωτες καρδιάς πεθυμιές
κρυστάλλινα βότσαλα γκριζωπά
στο βυθό της μνήμης αδιάφορος πετά!
Ω! σαν τύχει κι υποστείς
τ’ ανελέητο διαγούμισμα,
το φοβερό
κι αδειανό
απ’ ελπίδες πλέον
κι όνειρα ροδαλά
δίχως πλήρωμα ικανό,
χωρίς κυβερνήτη
εξοπλισμένο με ζωής χαρά,
στο ταξίδι
της γήινης διαδρομής
με σκέψη να σχοινοβατεί
σε μονοπάτια ολισθηρά,
τί δοκιμασία περνά
το βαρκάκι της ψυχής
ώσπου να ξαναβρεί
διέξοδο προς το φως της ζωής!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου