Έχω ένα καράβι, τόσο, με πανιά,
θάλασσες αφήνει, θάλασσες περνά.
Άφωνος στον κίνδυνο και θαλασσομάχος,
ταξιδεύω σχίζοντας πέλαγα μονάχος.
Στου περιβολιού μας τη δεξαμενή
τα νερά τους σμίγουν πέντε ωκεανοί!
Γύρω περιμένουν στις ακτές οι κάβοι
δίπλα τους ν’ αράξει τ’ άσπρο μου καράβι.
Στην Ινδία, στο Βόλγα, στο Μισσισσιππή
τρέχει το καράβι μου, πάει σαν αστραπή.
Το φεγγάρι μέσα απ’ το πυκνό πλατάνι
στα ταξίδια του όλα συντροφιά μού κάνει.
Προς τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,
το τιμόνι αν στρίψω, νά κι η Αφρική.
Πίσω απ’ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα,
έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα.
Το Σουέζ, την Πόλη και τον Παναμά,
ώς να με φωνάξει για φαΐ η μαμά.
Καθισμένος πλάι σε μια γλάστρα δυόσμο
δέκα χρόνων πλοίαρχος, γνώρισα τον κόσμο!
Πως άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Πώς άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Κ’ έγιναν τα ξερά μου χείλια κήποι
Και στα νεκρά σκίρτησαν σωθικά μου
Παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;
Ανέστη, Θέ μου, ο πόθος του έρωτα του,
Που ο χωρισμός τον νέκρωσε κι η λύπη
Απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου
Που ο πόνος κι ο καημός δεν απολείπει!
Λουλούδια ευωδιαστά γίναν οι πόνοι
Και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει
Θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει….
Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
Από μια σκέψη που έκανα και μόνη
Που πέρασε σα σύννεφο και πάει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου