Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;
Το πλάνεμα της σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες,
κι ο οίστρος ο τρομερός της σάρκας μου.
Όλα μου σου τα χαρίζω – μες στον ήλιο και μες στο
ερωτικό χρώμα των ματιών σου.
Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει
το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου.
Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;
έτσι θε να σβήσω μες στην αγκαλιά σου.
Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη.
Γητειά είναι; όνειρο; ή θαύμα;
Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ' αποζητάει,
η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά – αχ!
μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι η τρυφερότης σου.
Ποιος να 'ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα της αιθρίας;
Γύρωθέ μου βλέπω μονάχα όλες τις λαχτάρες της Μεγάλης Παρασκευής.
Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι∙ η θλίψη μου,
πομπή Μαγιού απ' τη θάλασσα ως τον κάμπο∙ οι ρεμβασμοί μου,
δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι.
Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά.
Κι είναι η γητειά η μυρουδιά του ανοιξιάτικου πόθου μες στα χαμομήλια.
Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου – με το φως, με τον ήλιο.
Κι είναι η γητειά, απ' την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.
Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου