Νίκος Καρούζος (1926-1990)
Σε όνειρο που έμοιαζε μ’ αλήθειασυνάντησα το Νίκο ένα βράδυ
και μου ’πε: — Το παρόν είναι συνήθεια,
αλλά το χτες θα γίνει το αλφάδι
γι’ αυτά που ο χρόνος δώρισε στον Άδη.
Η ένταση του πόνου, εδώ στα στήθια,
σημαίνει πως το μέλλον εξαρτάται
απ’ όλα όσα κανείς μας δε θυμάται.
Δε δείχνει ούτε το ναι ούτε το όχι
το βέλος της πυξίδας, το σημάδι
ξεχάστηκε για πάντα και οι στόχοι
συγχέονται σε τούτο το σκοτάδι.
Είν’ άραγε ο κόσμος παρακλάδι
τ’ ονείρου που αναδύεται απ’ τη λόγχη
του τίποτα; Στην άβυσσο που μοιάζει
νεκρή και στείρα βλέπω να πλησιάζει
η μέρα που ο τάφος μου θ’ ανθίσει,
μα η σκιά πάνω στης μνήμης την οθόνη,
σαλεύοντας αργά για να θυμίσει
εκείνο που αγαπώ και που τελειώνει,
μου θέτει ένα αίνιγμα που ακόμη
κι ο θάνατος απέτυχε να λύσει.
Λουλούδια από λέξεις θα τινάξουν
τα πέταλα της σκέψης και θα πιάσουν
το νήμα που τυλίγεται κι αρχίζει
να πλέκει μονοπάτια από μετάξι.
Αλλάζουμε. Μα αυτό που συνεχίζει
να μας κρατάει δέσμιους στην τάξη
των ζώντων και νεκρών είναι η πράξη,
εκείνη που στο αίμα της βαφτίζει
τις άγονες στιγμές, τις πιο τρωτές μου.
Σβήσε το φως του μέλλοντος και πες μου.
Δεν ξέρω αν ήταν ψέμα ή αλήθεια…
Θυμάμαι πως τον είδα έν’ άλλο βράδυ
και του ’πα: — Το παρόν είναι συνήθεια,
σωστά το λες κι ας βρίσκεσαι στον Άδη.
Μα τούτη η σκέψη έχει το ψεγάδι
πως κι αν η αγάπη γράφει παραμύθια
το μίσος θα μας δείχνει άλλους δρόμους
κι οι γάμοι θα σφραγίζονται με φόνους.
Και μου ’πε: — Στα εμπόδια της ρίμας
ψηλάφησα τη μοίρα του ισοβίτη,
για μήνες σ’ ένα σπίτι της Αθήνας
κοιτώντας τη σελήνη απ’ το φεγγίτη
το θύμα είχα ταυτίσει με το θύτη
κι αντί για το σχεδιάγραμμα του ονείρου
προτίμησα τα λόγια, τη βιασύνη
που δίνει του θανάτου ελεημοσύνη.
Κοιμάται και σωπαίνει σαν τη Σφίγγα
το φως του παραλόγου, κι όμως τώρα
εγώ, που ούτε το δάκρυ μου δε βρήκα
σ’ αυτής της νοσταλγίας την αιώρα,
σου δείχνω εδώ του μνήματος τα δώρα:
οι στίχοι είναι του τίποτα η προίκα.
Και του ’πα: — Ως εκεί δεν έχω φτάσει.
Κι εκείνος μ’ απαντάει: — Όποιος χάσει
τα ίχνη του ανάμεσα στους μύθους
σ’ αυτόν θ’ ανήκει πάντοτε η μνήμη
κι αυτός θα ’χει το κράτημα του ξίφους
ανάμεσα σε πόλεμο κι ειρήνη.
Η νύχτα ξαγρυπνούσε σαν αγρίμι
κι ο Νίκος πάλι έπαιζε με γρίφους.
Το ίσως, είπε, είναι του βεβαίως
ο άλλος εαυτός, ο αμελητέος.
Αλλά καθώς οι λέξεις οι αναγκαίες
αγγίζαν στα τυφλά η μια την άλλη
κι ανοίγαν του νοήματος οι αυλαίες,
το σφάλμα, σα μαστίγιο, και πάλι
ηχούσε μες στη σκέψη και η ζάλη
του ύπνου αναμόχλευε ιδέες
κι ελπίδες που σωθήκαν κατά τύχη
στου χρόνου την αφρούρητη αποθήκη.
Και τότε μου ’πε: — Έλα, θα σου δείξω
τα μέρη τ’ από ’δω, που δεν αλλάζουν.
Το φως του σταλακτίτη θα σ’ ανοίξω
να δεις τις ερημιές που σε τρομάζουν
και τ’ άφυλα παιδιά που τα θαυμάζουν
οι νέοι και οι γέροι. Κι ό,τι αγγίξω
να ξέρεις πως δε θα ’ναι παρά ψέμα
και μίμηση γιορτής μπροστά στο βλέμμα.
Ακούσαμε απαλό της χλόης το ρίγος
στο πέλμα, και ο άνεμος θρηνούσε
το κύμα των ψυχών μέσα στο σφρίγος
μιας άγνωστης φωνής που αντηχούσε
πλησιάζοντας διαρκώς. Αδημονούσε
η νύχτα να μιλήσει κι ήταν λίγος
ο χρόνος που απέμενε στον κήπο.
Τον μέτραγε η καρδιά σε κάθε χτύπο
κι ο ήλιος είχε πάψει να φωτίζει.
— Το βλέπεις, μου ’πε, αυτό το μονοπάτι;
Τελειώνει εκεί που η όραση αρχίζει
κι αρχίζει εκεί που φλέγονται οι βάτοι.
Σ’ αυτής της γης τα μήκη και τα πλάτη
δεν έμαθ’ η ζωή να ψιθυρίζει
στ’ αυτί των πεθαμένων. Κάθε μέρα
την τέφρα τους σκορπίζει στον αέρα
θυσία στην ανθρώπινη αστοχία.
Υπέφεραν στην έρημο και χάρη
σ’ εκείνης της πληγής την ευτυχία
επέτρεψαν στο θάνατο να πάρει
στα χέρια του τ’ ωραίο χαλινάρι
του πόνου που γεννάει τη λατρεία.
Πεθαίνοντας, νυμφεύτηκαν το χώμα
και τώρα ταξιδεύουν δίχως σώμα.
Παιδιά περάσαν δίπλα μας και γέροι
μιλώντας σε αόρατες Κυρίες
που ακούμπησαν στον ώμο μου το χέρι.
Οι άγγελοι διηγούνταν ιστορίες
για αρραβώνες, γάμους και μοιχείες
γνωστές από παλιά σ’ αυτά τα μέρη.
Κι ο Νίκος είπε: — Εδώ θα μοιραστούμε
αυτό που απομένει ν’ αρνηθούμε.
Δεν λέω πως τον πίστεψα, αλλά τώρα
ερχόταν προς το μέρος μου απ’ τη λίμνη
(όπου οι ψυχές περίμεναν την ώρα
που θ’ άγγιζε η φτερούγα τους τη μνήμη)
η μάνα μου και μου ’δειχνε την κρήνη
που έπιναν νερό τα σαρκοβόρα.
Στα μάτια της φυσούσε απ’ την Ασία
και μέσα στης βοής την πανδαισία
ακούστηκε για μένα κάποια νύξη.
Ποιος ίλιγγος, ποια χίμαιρα αιώνων
μπορούσε τώρα πια να ξαναδείξει
τον κόσμο των τρισδιάστατων εικόνων
σ’ εκείνη τη γυναίκα; Των αφρόνων
μνηστή και ερωμένη είν’ η θλίψη –
μα η μάνα μου περπάταγε μιλώντας
για τη χαρά. Της έγνεφε γελώντας
από ψηλά ο πατέρας μου, ζητούσε
αντίπαλο να παίξουν με τα χρόνια
και μέσα στη σιωπή του αναιρούσε
τη λύπη, που μου φαίνονταν αιώνια.
Σε μια σκακιέρα άδεια, δίχως πιόνια,
καθόταν και την ώρα του περνούσε.
Κι ο Νίκος είπε: — Ξέχνα τον, δε βλέπει.
Η νύχτα θα τον βρει εκεί που πρέπει.
Ιρίδιζαν οι κήποι. Και οι λάμψεις
τα βήματα οδηγούσαν προς το Δέντρο.
— Αν θες, είπε, το πνεύμα σου να θάψεις,
ιδού ποιο ’ναι του σύμπαντος το κέντρο,
και της φωνής του άλλαζε το τέμπρο
σιγά σιγά. — Θα άξιζε να κλάψεις
γι’ αυτούς τους μίσχους, για το κάθε φύλλο
της βλάστησης που έθρεψε το θρύλο.
Ανάμεσα στου ύπνου τις καμπύλες
κατέβαιναν τ’ αστέρια προς το χώμα
φωτίζοντας τού όνειρου τις ύλες
και είδα πως, θρεμμένο με το πτώμα
των ένοχων, δεν εχει σχήμα ή χρώμα
το Δέντρο στου Παράδεισου τις πύλες.
Καρπός του είν’ η σκιά που δελεάζει
εκείνον που τολμάει και πλησιάζει.
Λαμπύριζεν η Άρκτος και η πάχνη
αλλοίωνε το θέαμα στο βάθος,
εκεί που είχε πλέξει η αράχνη
το ψέμα απ’ του τίποτα το πάθος.
— Κοιμήσου, είπε ο Νίκος, είναι λάθος
να σκέφτεσαι το σώμα που σε ψάχνει.
Εδώ, όλες οι μέρες είν’ αργίες
κι ο ύπνος θα σου δίνει οδηγίες.
Κοιμήθηκα κι αυτός μονολογούσε
ορθός μπροστά στης νύχτας το δρεπάνι
— Ναι!, έλεγε, ο θάνατος χωρούσε
πολλούς ακόμη, μόνο που η πλάνη
του κάτω κόσμου ήταν το λιμάνι
για όσους ο Θεός δε συγχωρούσε.
Παράδεισος είν’ όνομα ένος τόπου
που φτιάχτηκε απ’ τη φύρα του ανθρώπου.
Ξημέρωσε κι απλώθηκε να λύσει
τα μάγια του το φως πάνω στο στάρι
που πάλλονταν. Κατάλαβα τη ρήση:
ο χρόνος είχε σβήσει το λυχνάρι
του μέλλοντος. Και ρίχνοντας το ζάρι
μιας μοίρας που την είχα λησμονήσει
θυμήθηκα το μόνο που γνωρίζω:
φεύγω μακριά θα πει απλώς γυρίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου