Από πού αναδύεστε
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
πίσω ακριβώς από το φράγμα του ύπνου
όταν απλώνω τα χέρια να πιαστώ
στην κόχη ενός ουρανοξύστη
στο παραπέτο μιας γέφυρας
στο χείλος μιας αβύσσου
με τον κίνδυνο στην καρδιά μου
το κενό κάτω απ' τις φτέρνες μου.
Από πού αναδύεστε τόσες μάσκες
με κινηματογραφική διάταξη
στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα
όταν ο υπερβολικός κόπος της μέρας
των νεύρων η ένταση
ο πανικός της ψυχής
φυγαδεύουν τον ύπνο;
Πρόσωπα γνωστά και όμως άγνωστα
πού σας έχω γνωρίσει;
σε ποια εποχή συμβαδίσαμε σε πορείες;
δε θυμάμαι είτε δε βλέπω με την ίδια όραση
παλιά και καινούργια πρόσωπα, δάσος,
εωσφορικά, πονεμένα, αγγελικά, θεία
καταδικαστικές στυγνές γκριμάτσες
τρυφερά παιδικά χαμόγελα
πεθαμένα από σαράντα χρόνια
της αδελφής μου το φιλντισένιο προφίλ
του πατέρα το σκεπτικό πρόσωπο
γεμάτο πόθο να με αναγνωρίσει
της πρώτης μου δασκάλας το γυμνό κρανίο
που θέλει και τώρα να μου δείξει το σωστό δρόμο
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
με κοιτούν, μ' ερευνούν, μ' εξετάζουν
με ψηλαφίζουν τα δύσπιστα βλέμματά τους
γουρλωμένα τα μάτια τους αμφιβάλλουν
Εσύ;...
Ένα πρόσωπο σαρκάζει
άλλο κλαίει πικρά γιατί γέρασα
άλλο με φτύνει με αηδία
άλλο μ' επιδοκιμάζει με μορφασμούς
άλλο καγχάζει δίχως ν' ακούγεται
άλλο μου γνέφει να βιαστώ
κι όλα μ' εκλιπαρούν
να μη στρίψω το διακόπτη
να μην ανάψω ένα σπίρτο
τα σκοτώνει ένα προς ένα
το φως.
Πούθ' έρχεστε κάθε άυπνη νύχτα
πώς μπαίνετε πλήθος στην κάμαρά μου
δίχως τον παραμικρό θόρυβο
δίχως να τρίξει η πόρτα
πλάσματα που πεθαίνετε την αυγή;
Από τη συλλογή Λαμπρό φθινόπωρο (1961)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου