Όταν ο κεραυνός καίει το πολύφυλλο δέντρο
τον έφηβο βοσκό που τό’δε σαν ομπρέλα
μεσ’ στη νεροποντή, ή τη μεσόκοπη γυναίκα
που πάει ψωμί κι ελιές για γιόμα στον ξωμάχο,
φωνάζω προκαλώντας τον τυφλό εμπρηστή:
Υπάρχουν μεγιστάνες για να κάψεις
τόννοι χρυσάφι σε υπόγεια στεγανά
θωρακισμένα με γρανίτη
χορεύτριες άσεμνες πάνω απ’ τις στάχτες
έμμισθοι ναρκοθέτες και συσκοτιστές
στραγγαλιστές περιστεριών
νόμοι ενάντια στη φύση
και δολοφόνοι κατ’ επάγγελμα.
Δεν βλέπεις;
Έλα να σ’ οδηγήσω εγώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου