Ήταν μιαι γυναίκα μεγαλόσωμη , μὲ μιὰ τεράστια τσάντα ποὺ μόνο
σφυρὶ καὶ καρφιὰ δὲν εἶχε μέσα. Ἡ τσάντα εἶχε ἕνα μακρὺ λουρὶ
καὶ ἡ γυναίκα τὴ φοροῦσε κρεμασμένη διαγώνια ἀπὸ τὸν ὦμο
της. Ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕντεκα τὸ βράδυ, ἦταν σκοτεινὰ καὶ
περπατοῦσε μόνη της· ξαφνικά, ἕνα ἀγόρι τὴν πλησίασε ἀπὸ
πίσω τρέχοντας καὶ προσπάθησε νὰ τῆς ἁρπάξει τὴν τσάντα. Τὸ
λουρὶ ἔσπασε μὲ τὴν πρώτη, ἔτσι ὅπως τὸ τράβηξε ἀπότομα τὸ
ἀγόρι. Ὅμως, τὸ βάρος του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ βάρος τῆς τσάντας,
τὸ ἔκανε νὰ χάσει τὴν ἰσορροπία του. Ἀντὶ νὰ φύγει μὲ τὰ
πόδια στοὺς ὤμους, ὅπως ἤλπιζε, ἔπεσε φαρδὺς πλατὺς στὸ
πεζοδρόμιο μὲ τὰ πόδια σηκωμένα στὸν ἀέρα. Ἡ μεγαλόσωμη
γυναίκα ἔκανε ἁπλῶς μεταβολὴ καὶ τὸν κλότσησε ἴσα στὸν
τυλιγμένο σ’ ἕνα μπλουτζὶν πισινό του. Μετά, ἔσκυψε, βούτηξε
τὸ ἀγόρι ἀπὸ τὴ μπλούζα καὶ τὸ ταρακούνησε μέχρι ποὺ
κροτάλισαν τὰ δόντια του.
Ὕστερα τοῦ εἶπε: «Πιάσε τὸ τσαντάκι μου, μικρέ, καὶ δῶσ’ τo μου.»
Τὸν κρατοῦσε ἀκόμα σφιχτά.
Ἔσκυψε ὅμως ἀρκετὰ γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος νὰ γείρει μπροστὰ
καὶ νὰ σηκώσει τὴν τσάντα της. Μετὰ τοῦ εἶπε: «Μὰ γιὰ πές μου,
τσίπα δὲν ἔχεις πάνω σου;»
Τὸ ἀγόρι, ποὺ τὸν κρατοῦσε ἀκόμα σφιχτὰ ἀπὸ τὴ μπλούζα, εἶπε: «Ναί, κυρία.»
Ἡ γυναίκα εἶπε: «Γιατί τὸ ἔκανες αὐτό;»
Τὸ ἀγόρι εἶπε: «Δὲν τό ’θελα.»
Ἐκείνη τοῦ εἶπε: «Ψευταρά!»
Τοὺς εἶχαν ἤδη προσπεράσει
δυὸ-τρεῖς ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν κοντοσταθεῖ καὶ εἶχαν γυρίσει νὰ
δοῦν τί ἔτρεχε. Κάνα-δυὸ στέκονταν ἀκόμα καὶ τοὺς κοιτοῦσαν.
«Ἂν σ’ ἀφήσω, θὰ τὸ βάλεις στὰ πόδια;» ρώτησε ἡ γυναίκα.
«Ναί, κυρία», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Τότε δὲ σ’ ἀφήνω», εἶπε ἡ γυναίκα. Καὶ δὲν τὸν ἄφησε.
«Συγγνώμη, κυρία», ψιθύρισε τὸ ἀγόρι.
«Μάλιστα! Ἡ μούρη σου εἶναι
βρόμικη. Ἔτσι μοῦ ’ρχεται νὰ σὲ βάλω κάτω καὶ νὰ σὲ πλύνω. Δὲν
ἔχεις κανέναν σπίτι νὰ σοῦ πεῖ νὰ νιφτεῖς;»
«Ὄχι, κυρία», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Ἔ, τότε θὰ νιφτεῖς ἀπόψε»,
εἶπε ἡ γυναίκα, καὶ μιὰ καὶ δυὸ κίνησε στὸ δρόμο, σέρνοντας
πίσω της τὸ τρομοκρατημένο ἀγόρι.
Φαινόταν καμιὰ δεκαπενταριὰ χρονῶν, ἦταν ἀδύνατο σὰν κλαράκι καὶ φοροῦσε ἐλβιέλες καὶ τζίν.
Ἡ γυναίκα τοῦ εἶπε: «Ἔπρεπε
νὰ ἤσουν δικό μου παιδί. Θὰ σοῦ μάθαινα τί εἶναι σωστὸ καὶ τί
ὄχι. Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ κάνω τώρα εἶναι νὰ σοῦ πλύνω τὴ μούρη.
Πεινᾶς;»
«Ὄχι, κυρία», τῆς εἶπε τὸ ἀγόρι τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔσερνε. «Θέλω νὰ μὲ ἀφήσεις νὰ φύγω.»
«Σ’ ἐνοχλοῦσα ἔτσι ποὺ ἔστριβα τὴ γωνία;» ρώτησε ἡ γυναίκα.
«Ὄχι, κυρία.»
«Ναί, ἀλλὰ ἦρθες κοντά μου»,
εἶπε ἡ γυναίκα. «Ἂν νομίζεις ὅτι τώρα θὰ φύγεις ἔτσι εὔκολα,
σὲ γελάσανε. Ὅταν ξεμπερδέψω μαζί σου, νεαρέ, ἡ κυρία
Λουέλα Μπέιτς Γουάσινγκτον Τζόουνς θὰ σοῦ μείνει ἀξέχαστη.»
Ἱδρώτας κύλησε στὸ πρόσωπο
τοῦ ἀγοριοῦ. Ἄρχισε νὰ ἀντιστέκεται. Ἡ κυρία Τζόουνς
κοντοστάθηκε, τὸν ταρακούνησε, τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὸ λαιμὸ σὰν
νὰ τοῦ ἔκανε κεφαλοκλείδωμα καὶ συνέχισε νὰ τὸν σέρνει στὸ
δρόμο..................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου