Ἀποδρομή τοῦ ἀλκοόλ
καί ἐάν μή ἲδω // πρό τῆς Ἑλλάδος τοῦ ἱεροῦ /
χορῷ συμπεπλεγμένας / Έλευθερίαν καί Μούσας /
θάνατον θέλω - Ἀνδρέας
Κάλβος, «Ἐλπίς
πατρίδος»
Σέ βρῆκα μέσα
στό χαμό
μέ δανεικό παλτό κοιμόσουνα
σ’ ἓνα
παγκάκι μνῆμες ἀπ’ τὸ μέλλον
κι ἒκανε
κρύο Λονδίνου τοξικό
Δέν ξέρω ἂν ὁ Θεός μιλᾶ ἑλληνικά
τό σίγουρο εἶναι πώς οἱ Ἓλληνες ἐδῶ
διαρκῶς θά τά
μιλᾶνε ὃλο πιό λίγο
Ἂν πάλι θά μιλᾶνε
Γεῖρε
λιγάκι ἀπό τό στρῶμα σου νά δεῖς
σκουπίδια πού ξεσέρνει πλάι
ὁ ἂνεμος τῆς ἀλλαγῆς
μποτίλιες πού οἱ γενναῖοι
τῆς ἁρπαχτῆς ἀδειάσαν
Καί πάλι ὃσο μπορεῖς γερά κρατήσου
γιατί ἀρχίζει ἡ ἀποδρομή τοῦ ἀλκόολ
ἡ ὑποδόρειος
φρικίαση καί ἡ νάρκη
οἱ ἐφιάλτες ἀπ’ τήν ἒφοδο τοῦ ἂδειου
Τούς εἶδα ἐγώ στόν ὓπνο μου προχτές
τόν Βενιζέλο μέ τόν Μπακαλάκο
-Ἐλευθερίαν
καί Μούσας-
χορῷ
συμπεπλεγμένους
κάτω ἀπ’ τά
κυπαρίσσια τῆς Σταδίου
στή Δύση ἀναμέλποντας ὠδάς
en th twn nyn Ellhnwn dialektw
Ἑλλάδα Hellas τῆς Νέας Ἐποχῆς
μιά φαντασίωσις ἤσουν νεωτερική
πού σέ ξεγέννησαν γιά δοκιμή
τρεῖς
ναυαρχίδες
Γιά νά σέ μεγαλώσει ἀνάδελφος διαφθορά
Ἡ ἀλληλοπεριχώρησις
τῶν σοσιαλιστῶν μέ τά
λαμόγια
Τό συναμφότερον Οἰκογενείας καί Βουλῆς
Λονδίνο χίλια ὀχτακόσια δέκα καί ἐννιά
Ἀνδρέα Κάλβου Ἰωαννίδου
ΕΛΠΙΣ.ΠΑΤΡΙΔΟΣ.
τί τίτλος σύγχρονος θεέ μου
τι ἀπελπιστικά
αἰῶνες
δύο πρίν
προφητικός
Τίτλοι τέλους
(μέ τόν τρόπο τοῦ Σ.Π.)
Τίτλος: Ἑλλάς
Παραγωγή: Ἱστορία
Σενάριο: Ζαμπέλιος Κοραῆς
Παπαρρηγόπουλος Κορδάτος
Σκηνοθεσία (πολλοί):
Τρικούπης Καποδίστριας
Ἒλ Βενιζέλος Παπανδρέου & υἱοί
Παίζουν: Καραϊσκάκης Σολωμός
Θανάσης Διάκος
Ζαχαριάδης Ἂρης Καρυωτάκης
Μελίνα Μπουμπουλίνα
Βουγιουκλάκη
Κουστούμια:
ψαλιδόκωλα ἀπό Μόναχο-Παρίσι
καί
Φωτισμοί: Ἀσπρόμαυροι ἀπό Δύση
Κομπάρσοι:
Ἐμεῖς
τό μπάσταρδο τοῦ Μακρυγιάννη
Κι ἒξω
βροχή μοντέρνα κρύο
καί κίνηση εὐρωπαϊκή πολλή
κι ὃλα σάν ὂνειρο
σ’ ὀνείρου
προβολή
πού μόλις ἂρχισαν
νά πέφτουνε οἱ τίτλοι τέλους
κι ἒχουμε ὃλοι σηκωθεῖ
μέ τά παλτά στά χέρια
καθώς ἀνάβουνε
σιγά-σιγά
στήν αἲθουσα
τά φῶτα
τήν ἒξοδο
καθυστερώντας
λίγο ἀκόμη
σκεπτικοί
γιά τελευταία φορά
πρίν φύγουμε
νά θυμηθοῦμε
τοῦ ἒργου
τούς
συντελεστές
Ἀναχωρήσεις
Πρωΐ καί κρύο καί φῶς ἀπ’ τό ψυγεῖο μέ τ’ ἀναψυκτικά
καί ὣρα δέκα
ἀναχώρηση ἀπ’ τόν
διάδρομο τόν πρῶτο
κατάσαρκα για Λάρισα φορώντας μαῦρα ὑλικά
πού κάνουνε τήν όμορφιά σου να
ραγίζει
Παιδί μάνα πατέρας μορφή ἀγαπημένη
το σῶμα
πάντα θά πονάει στό χωρισμό
Δεν εἶν’ ἡ θλίψη στό Σῶμα τὸ Ἀστυνομικὸ
ἀπὸ τὸν θάνατο στὸν Τύρναβο τοῦ συναδέλφου
μά τοῦ ὀχτάχρονου παιδιοῦ πού τό μαθαίνει στό σχολειό
Δέν πάει κάτω ἡ Μαύρη Τρύπα πού τήν ὓπαρξη ρουφάει
τό κάθισμα τό ἂδειο πού γιά λίγο τήν αὒρα σου κρατᾶ
τά μάτια μου τα μάτια σου πού δέν θά
ξαναδοῦν
Τειχοσκοπία
λάϊνον χιτῶνα
Στῆς
μαιζονέτας του τήν πέτρινη θαμμένος κουστουμιά
γιά ὃσα κακά
στόν ἑαυτό του ἒχει κάνει
ἡ ἀντίμαχή του
μοίρα τοῦ προκάνει
βάσανο καί γλυκειά παρηγοριά
ὡραίας γειτόνισσας νά βλέπει τόν χορό
ὃταν τά ροῦχα στή βεράντα
της ἁπλώνει
ἢ ὃταν σκύβει νά
τινάξει τό σεντόνι
τῆς ὁμορφιᾶς της σπέρνοντας εἰκόνες
στό κενό
Καθαρά Δευτέρα
σχόλιο σ’ ἓναν
πίνακα
τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου
Ὃταν ξυπνήσεις
Καθαρά Δευτέρα
καί δεῖς
σκοτεινιασμένο οὐρανό
μέ σύντομες βροχές
καί μέ ἀέρα
τήν εὐκαιρία
μή φοβηθεῖς
καί χάσεις
νά ἀμολήσεις
πάλι
τόν χαρταετό
κρατώντας
απ’ τα μέσα
την καλούμπα
Ὠμογέρων
Ἒχοντας ἐπιτέλους ἒπειτα
ἀπό τριάντα χρόνια
τό Λύκειο τελειώσει
μέ ἒκπληξη
διαπιστώνω
εἰσιτήριο
μισό
γιά δεύτερη φορά νά δικαιοῦμαι
ἐνῶ τήν ἐπανάκαμψη προαιασθάνομαι
νεανικῶν ἀσθενειῶν
ὣστε μ’ ὑπερηφάνεια
πλέον
τίτλο ὀμηρικό νά φέρω
Ὠμογέρων
Τήν ὃραση
πού φθίνει
τήν εἶχα ἀπό τά δώδεκα
ὡς τζαμαρίας προγευθεῖ
Τήν ἂμπωτη τῆς ἀκοῆς
τήν προετοίμασαν
ἐκρηκτικές ὠτίτιδες τοῦ ἐφήβου
Ἐνῶ στά δόντια
πάλι σιδεράκια
Ὃσο γιά κεῖνα
πού δεν πῆρα μυρουδιά
πακέτο αὐτό μέ τό καρτάγκενερ
ἐκ γενετῆς
Και δίχως ἀγωνία πιά
μόνο ἡ στύση ἐπιμένει ἀκόμη
ὂρθιο κατάρτι
σ’ ἀκυβέρνητο
καράβι
Ἀλλά στά θέματα αὐτά
στάθηκα μᾶλλον τυχερός
δέν εἶχα
φόβους
στό μέλλον νά σέ περιμένω
Γῆρας ἀργαλέον
σ’ εἶχα μαζί
μου
ἀπό τήν πρώτη τή στιγμή
τῆς
γέννησής μου
«Νοσοκομεῖον ἡ Ἐλπίς» ἢ
Ἡ δύσκολη ἐπικράτησις
τοῦ Τώρα
Δέν εἶναι
Λαϊκό Θεραπευτήριο στήν Άττική
ὁμαδικῶν ὀργίων γιατρῶν μέ νοσοκόμες
τοῦ οὐρολόγου πού (inter feces
nascimur et urinam) τό σκέφτηκε πολύ
πρίν τή μαγνητοσκόπηση γεμίσει
κοψίδια άπό τ’ ἀχόρταστο παρόν
Δέν εἶναι
στίς μοναχές τῆς Καλαμάτας
τό ἐπιτίμιον
τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Ἁγίου Μεσσηνίας
την Αἳρεση τῆς Σάρκας νά μονώσει
μοναχικῶν πού κοινωνοῦν μοναχικές
Τοῦ
Κρισναμούρτι δέν εἶναι ἡ σοφή ἀνελπισία
πού τῆς ἐπιθυμίας μιά κι ὂξω κόβοντας τη Φόρα
μέ πάναγνο παρόν τον Νοῦ γεμίζει
Ἐδῶ μαίνεται ὁ πόλεμος τῶν Ὀπαδῶν τοῦ Τώρα
Μέ ὀρθωμένους
τούς φαλλούς
μ’ ὀρθάνοιχτα
τά σκέλη
ἀπό κρεββάτι σέ κρεββάτι λυσσασμένα
ὑπερασπίζονται τό Στάλινγκραντ τῆς Ἡδονῆς
ἀπ’ τοῦ Φόν Πάουλους
τούς τεθωρακισμένους ὀρθολογιστές
λευκῆς ἀμόλυντης κι ἀνώτερης φυλῆς
ὣς τήν διπλή τους ἓλικα
γνωρίζοντας καλά
ὃτι ὁ Βόλγας ἒχει μία καί μόνον ὂχθη
αὐτή πρός
την ὁποία πορευόμαστε ὃλοι
στό τέλος ἀνεπιστρεπτί
ψωμί της κάθε μέρας
Μνήμη σημαίνει να ξεχνάς τους ορισμούς
λέξη σημαίνει πλέξη με το άλεκτο
βλέπω σημαίνει λείπω απ' τ' ορατό
Απείραχτο άσε το Κεφάλαιο του Κόσμου
και ζήσε από τους τόκους
Μέσα στο σάλο των γνωστών πραγμάτων
γίνε εσύ και πάλι το Σημείο Μηδέν
και βγάλε το ψωμί της κάθε μέρας
ΝΕΩΡΙΟΝ
Σε τόπο που μοιάζει
νεκρό με το ρολόι
που τον θάψαν
κι ο χτύπος του
το χώμα ανατριχιάζει
και τις ρίζες των φυτών
όλα βαθιά αλλάζουν
κι από μέσα
πρώτη φορά
ο ζωντανός το βλέμμα
δίχως απέξω κυριότητα
στο κυριότερο σημείο
της ύπαρξής του εστιάζει
κι ό,τι κι αν κάνει
σαν να γίνεται θα μοιάζει
πρώτη φορά
ενώ οι παλιές του
οι συνήθειες
κι οι κινήσεις
στο καφενείο
ή στο θέατρο αν πάει
αν πάει να πιάσει
την εφημερίδα
ή την καρέκλα
με τις φτυαριές
τις τελευταίες
θα μοιάζουν
που αποχαιρετούν
για πάντα
τον νεκρό
Νεότερα στοιχεία για την γυναίκα του Μενούση
Απ' το Δημόσιο Σήμα δεξιά
γωνία Πλαταιών και Λεωνίδου
καθώς βροχούλα σιγανή λεπτή σκιά έχει φτάσει
στο καφέ-μπαρ «Πηγάδι» ασυνόδευτη
και θαρρετά κοιτά η ελικῶπιξ
μπιρμπιλομάτα αστερομάτα όπως κι αν την πεις
για ό,τι λαχταρά παίζει το μάτι
κουβέντες που τις δέχονται τα σωθικά
γλυκό τραγούδι
και νύχτα ασημένιο μεσοφόρι
χρυσό πουλί στην πιο πτυχή του τη βαθιά
κρυμμένο μόνο γι' αυτόν που είδε
μα ποτέ δεν μολογά
Κανείς δεν θα τη σφάξει τελικά
κανείς δεν θα την κλάψει
Παλλόμενη κι αλλόκοτα γερή σαν τη βροχή
που πέφτει τώρα με ορμή
πίσω απ' το τζάμι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου