Μικρή παιδούλα, έβλεπα
κάθε καράβι που 'φτιαχνε ο πατέρας
να βγαίνη στ' ανοιχτά με τα πανιά του
σπρωγμένο από τον άνεμο,
να χάνεται -.
Κι' ήταν σαν όνειρο
η θάλασσα, ο ουρανός, το καράβι.
Ακόμα δεν εγνώριζα
τις διαστάσεις τις σωστές του κόσμου.
Καθώς το σαλιγκάρι
που το μεθά το πρωτοβρόχι,
σηκώνω στη ράχη μου
ένα όστρακο κατάστικτο με απάτες
και απελπισμένα σφίγγομαι
σ' ένα υγρό πράσινο φύλλο
να μην πεθάνω.
Δέκα πενταετίες ξόδεψα
για να γεμίσω μιαν άβυσσο με λέξεις
να υψώσω ένα τείχος γύρω μου,
ν' αντιληφθώ
πως όλα
ακόμα κι' η ηδονή κι' ο έρωτας
είναι αφορμή για δάκρυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου