Έτσι όπως εγύριζα, προχτές μες τα χωράφκια,
εία την ώραν πούφευκα,
κάτι που δεν επίστευκα,
ούτε στα δκυό μ΄αμμάδκια.
Εία τζιαμέ ΄ναν τζιυνηόν, που είπεν να σηκώσει,
το όπλον πας τον σιύλλον του, για να τον ησκοτώσει.
Ο σιύλλος το κατάλαβεν, έσιυψεν τον λαιμόν του,
ρίχνει τ΄αθρώπου έναν δεί,
που σαν να ρώταν δηλαδή,
ποιόν εν το φταίσιμον του.
Κοντεύκω γιώ του τζιυνηού, πάω τζιαμέ κοντά του,
τέλεια τζιαμέ που στέκετουν, τζι΄ακούω τζι΄απαντά του.
Να δείξεις κατανόησην, φίλε πιστέ μου Ράμο.
Κοντά μου καλοπέρασες,
όμως τωρά που γέρασες,
είνταν πουν να σε καμω!
Το δείν του σιύλλου του λαλεί, τζιαι παραπονημένα.
Μαζίν όσα περάσαμεν,ξεχνιούνται ως το ένα;
Τούτες εν οι αγάπες σου, που μούσιες τόσα χρόνια;
Ψεύτιτζιες ούλες ως τη μιά;
Ποιός σούβρισκεν τα χασιμιά,
περτίτζια στα λαόνια;
Εν τα ξηχάννω φίλε μου, τζιαι προκαλούν μου πόνον,
μάν μπόρα σέχω έσσω μου,να σε ταΐζω μόνον.
Εν το νομίζω να πονείς, άμα λαλεί καρκιά σου,
εμ μπόρα με ταΐζετε,
τζιαι ότι προορίζεται,
για μεν η σιεπεθκιά σου.
Που μιάν ζωήν είμουν πιστός, τούτ΄έν η πιερωμή μου;
Να μου γεμώσεις με καυτόν, μολύβιν το κορμί μου;
Εγιώνη ήμουν έτοιμος,αν ήταν να σε σώσω,
με την καλήν μου την καρκιάν,
να δώκω μέσα στην φωθκιάν,
όϊ να σε σκοτώσω!
Ο τζιυνηός εδίστασεν, το όπλον κατεβάζει,
πάει να φεί τζιαι κάμνει τζιεί, μα πίσω του φωνάζει.
Έθ θα σε παίξω μάθθελω, να με ακολουθήσεις.
Θα σεβαστώ τον πόνο σου,
τζι΄εύρε τον τρόπον μόνος σου,
ποδά τζιαι δά να ζήσεις.
Νομίζεις πως εν εύκολον, μάστρε μου να σ΄αλλάξω;
Θα με κλοτσούν ποτζιεί ποδά, όπου τζιαι να δκιαλλάξω.
Παρά να ζιώ αδέσποτος, τζι΄αφόν σου κάμνει κόπον,
σύκωσε τον σιεπέττον σου,
στερέωστον στο πέττον σου,
τζι΄άφησμε εις τον τόπον.
Το πλάσμαν ασυγκίνητον, χωρίς να φκάλει λέξη,
εσήκωσεν το όπλον του, πάλε για να τον παίξει.
Προτού προκάμει τη ζωήν, όμως να του την πάρει,
τζι’ ας είσιεν πας την ράσιην του, των γυραδκιών τα βάρη,
τζι’ ας έδυσεν το άστρον του,
έσιησεν πας τον μάστρον του,
πραγματικόν λιοντάρι.
Ενόμισα τον μάστρον του, πως εν να τον ισιήσει,
τζιαι το τομάριν τ’ακριβά, πως εν να το πουλήσει.
Ο μάστρος του φοήθηκεν, τζιαι πιον επαραπάταν!
Προτού προκάμ’ όμως να φει,
είεν τον σιύλλον του κουφή,
στα δόνκια του που κράταν.
Ο άθρωπος εκπλαγηκεν, σαν είεν τούντο πράμαν,
τζι’αννοίξασιν τα μμάδκια του, τζιαι λούθηκεν το κλάμαν.
Πάω να φύω που τζιαμέ, τζιαι που κοντά του ρέσσω,
τζι’εία που τον εφίλησεν,
τζι’ ‘υστερα του ψυθήρισεν.
έλα να πάμεν έσσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου