Σαν έφτασα στα μισά του δρόμου
και ζύγισα το βάρος που σηκώνω πενήντα χρόνια
για να μπορείς πιο ελαφρά να περπατάς
είδα πόσο ήμουνα μόνη.
Πού είσαι; Ως χτες επροχωρούσαμε μαζί
ξαφνικά τώρα δε σε βρίσκω
έχει κακοτοπιές, είμαι τυφλή
φυσάει δυνατός αέρας.
Ίσως να σε παρέσυρε η άνοιξη,
στα μάτια μιας ξένης γυναίκας
να είδες πάλι
τον εαυτό σου έφηβο ξανθό.
Η εφετινή χαρά σου σε προδίδει
έρχεσαι από κει που δεν πηγαίνω πια
σε μέθυσαν οι μυρωδιές του δρόμου
δεν ευκαιρείς να ιδείς το φίδι
που 'χει τυλίξει το λαιμό μου.
Συλλογή Το ρόδο της Υπαπαντής (1960)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου