Τη ρώτησε αν ξεπερνούν τον αριθμό της ρουλέτας
Ήταν αυτή μια αγωνία να συγκριθεί
Ή να ξαπλώσει από πάνω με ασφάλεια
(Σκήπτρα δεν θα διεκδικούσε)
Του είπε πως είχε μια λίστα κουκίδες και κάποιες ουλές
Οδηγώντας την μπάλα αντί όχημα
Εκεί που δεν ήξερε μ’ αψεγάδιαστα γόνατα να φτάσει
Ακατανόητο· πάμε πάλι, λέει εκείνος:
Τη ρώτησε αν ξεπερνούν τον αριθμό της ρουλέτας
Ήταν αυτή μια αγωνία να συγκριθεί;
Να ξαπλώσει από πάνω με ασφάλεια;
Όχι βέβαια!
(Δεν ήταν και κανένας παίκτης ανασφαλής ο ίδιος!
Ούτε κι εκείνη ανυποψίαστο θύμα του)
Δεν ξέρω τι λέτε εσείς!
Εγώ ρίχτηκα όλη στον έρωτα και βγήκα μόνη
Με γόνατα παιδιού σκισμένα, λέει εκείνη
Έτσι! Στα γόνατα θα σέρνεσαι και θα ματώνεις, λέει εκείνος
Όχι! Αυτό που γράφω εγώ είναι πως
Αναμφισβήτητα υπάρχει άλλος τρόπος
Για να φτάσω, λέει εκείνη, απλώς δεν
Πήρα όχημα αλλά ένα παιχνίδι στα χέρια
(Όμως άλλες οι νίκες που παίζουμε
Κι άλλες εκείνες που ζούμε).
*
(ΕΓΚΥ)ΜΟ(ΣΥ)ΝΗ
Κυοφορώντας επιθυμία
Προσχεδιασμένη
Μα χρονικά ανισόρροπη
Μεταξύ ατυχούς και εγκαίρου
Να παραπαίει
Εκείνος θα φύγει νομίζοντας
Πως αδυνατεί να προσφέρει
Πέρα από ψιθύρους σαρκικούς
Χωρίς άλλες αντοχές
Για σένα
Αφού είναι ήδη εκεί
Γενναιόδωρος
«Κάποτε θα με ευγνωμονείς!»
Σου λέει
Καθώς ξεπλένει τύψεις
Κάτω απ’ το νερό
Κι ύστερα δεν θα σε σκουπίσει
Να του πεις για τη μικρή απρόοπτη
Ευδαιμονία;
Καλύτερα όχι.
Θα τον αφήσεις να σε πιει
Κι εσένα
Σε ένα shot
Και να γυρίσει
Ανάλαφρος
Στην -ωσάν οικογενειακή-
Καλοστημένη αταξία.
*
«TIME» - Η ΡΟΥΛΕΤΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ*
Είναι αυτό το παιχνίδι που έστησα
με μόνο κανόνα το πεπρωμένο.
Ο τροχός καταλύει το χρόνο·
είσαι το μαύρο είμαι το κόκκινο.
Θα μ’ αναγνωρίσεις απ’ το φιλί
το χρώμα του αιδοίου στα χείλη.
Αντίο:
Θέλω πίσω τη μέρα που πετάχτηκα στο δρόμο σου,
το ταμπλό της πρώτης αδημονίας.
Τα δάχτυλά σου με ψάχνουν σε κάθε περιστροφή,
με άπειρα ξανά μ’ ακολουθείς σε μια μεταμόρφωση·
συσπάσεις εσωτερικές και εξωτερικές.
Η αγωνία κορυφώνεται τη στιγμή που μαγνητίζω την μπίλια.
Μαζί:
Στο στρώμα σου το φύλο και η φωτογραφία μου αναλλοίωτη.
Ζηλεύω τη σάρκα
εκεί που σου δίνεται
ενόσω μ’ αγγίζεις,
την άλλη γυναίκα
που γίνομαι κάθε φορά.
(Άραγε πόσες θέσεις μάς μένουν ακόμα;)
Μπαίνω λυσσασμένα στον επόμενο γύρο μου
χωρίς να προβλέψω πως θ’ αναστρέψεις το παιχνίδι
ποντάροντας με το ίδιο νυστέρι.
Τυλίγομαι στη δίνη του λευκού.
Φανερώσου! ουρλιάζω.
Με μαστιγώνουν μία μία οι τομές που ξεκούμπωσες·
δεν βρίσκω πουθενά τη φωνή σου.
Ακούω μια σειρήνα
και το αβάσταχτο·
με κόμπους κυλάει το μετάξι στη φλέβα.
Αναπάντητο:
Είσαι εσύ;
Η κίνηση επιβραδύνεται
«r i e n n e v a p l u s».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου