κι ας μην ακούγεται γύρω φωνή!
Ούτε βάδισμα στους δρόμους αντηχεί.
Μόνο αλύχτισμα κοφτό από σκυλί,
ακοίμητος φύλακας στη διπλανή αυλή.
Α! είναι κι η θάλασσα η γαλανή,
που δεν σταματάει μια στιγμή
κι ούτε κοιμάται κι αυτή.
Κι απόψε πολύ κι εκείνη έχει ταραχή
και βρυχάται μ’ οργή στο γιαλό,
ενώ άλλοτε με τον φλοίσβο της τον απαλό,
μου γλυκοκοίμιζε στην αγκαλιά σου τον γιαλό
τον κάθε μου στοχασμό.
Κουβάρια τα πάθη
των μοναχικών ημερών με δένουν,
ξερό κλαδί,
σ’ άγρια φωτιά
με συνεπαίρνουν.
Κι απόψε,
που η νύχτα ύπνο δεν φέρνει,
ποτάμι ο πόθος παφλάζει
μες στο κορμί
και το δέρνει,
άνεμος που σαρώνει ό, τι συναντήσει,
κι ο κόσμος του νου ανάποδα γέρνει.
Κανείς δεν ξεφεύγει
απ’ την αγκαλιά της θανής
Μα όσο φουντώνει ασίγαστη δίψα
για μεθύσι σε πέλαγος ηδονής
-κι ας πολεμάει τ’ αντίθετα
η φωνή της λογικής-
η ψυχή μου απόψε μ’ ένταση σε καλεί,
σε ξάνοιγμα ερωτικό
και πάλι μαζί σου ν’ αρμενίσει.
Σα να γυρνά η νύχτα σε βροχή,
πάνω στη πολιτεία που βουλιάζει
σ’ ύπνο βαθύ
Α! και να ερχόσουν
σαν εκείνη του Δία τη χρυσή,
την ευλογημένη βροχή,
τη φλογισμένη να δροσίσεις στρωμνή!
Μαστίγιο πόνου η απουσία σου,
αλύπητα με δέρνει
τούτη η νύχτα που ύπνο απόψε δεν φέρνει.
Ω! και να γευόμουν καλέ μου,
στα χείλη μια στιγμή
των χειλιών σου τον τρυφερό ασπασμό!
Πώς στο ηλιόγερμα, της ζωής μου το δειλινό,
θα ξαναγινόταν ευθύς,
ξημέρωμα ψυχής λαμπερό!
Μα όσο κι αν προσπαθώ
τη μορφή σου να κρατώ ζωντανή,
εκείνη όλο φεύγει κι έρχεται στα μάτια σκιά,
μια σκιά που χάνεται σ’ όνειρο απατηλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου